Και κάπως έτσι, χάσαμε για δεύτερη φορά το ραντεβού με τη Μεγάλη Ιστορία. Η πρώτη ήταν πριν από 25 χρόνια –τότε που ο υπόλοιπος κόσμος πανηγύριζε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου κι εδώ τσαλαβουτούσαμε στα θολά νερά του «βρώμικου ’89». Το 2014 μπορεί και να γλιτώσει τη στάμπα του βρώμικου. Κατά τα άλλα, όμως, η φάση είναι καρμπόν. Οπως και τότε, έτσι και τώρα το ζητούμενο είναι ένα μίνιμουμ εθνικής συναίνεσης που θα αποτρέψει μια μεγαλύτερη περιπέτεια. Οπως και τότε, έτσι και τώρα ο υπόλοιπος κόσμος γιορτάζει την πτώση ενός τείχους. Και στις δυο περιπτώσεις, μια βασανιστική εσωστρέφεια μάς εμποδίζει όχι μόνο να συμμετάσχουμε στη γιορτή αλλά και να απολαύσουμε το υπερθέαμα.

Είναι ένα κόστος που δεν υπολογίζεται μόνο με όρους θεάματος. Η σύγκριση είναι αναπόφευκτη: ενώ οι διαχωριστικές γραμμές σβήνουν ακόμη και στη θάλασσα που χωρίζει την Κούβα από την Αμερική, στην Ελλάδα παραμένουν βαθιά χαραγμένες. Οι πολιτικές δυνάμεις αδυνατούν να ρίξουν τα τείχη που τις χωρίζουν, να δώσουν ένα τέλος στην ακραία ρητορική, να σταματήσουν να ψωνίζουν από το στοκ του Εμφυλίου, της χούντας και του ανάδελφου εθνικισμού, να επενδύουν σε οτιδήποτε κάνει την ατμόσφαιρα να μυρίζει μπαρούτι. Η πολιτική ατζέντα εξακολουθεί να ορίζεται από έναν αρρωστημένο καταγγελτικό λόγο που ξέρει να ξεχωρίζει μόνο «προδότες» και «πατριώτες».

Η Μεγάλη Ιστορία δεν γράφεται πάντα από τους μεγάλους της πρωταγωνιστές. Στην Κούβα την έγραψε ο Ραούλ Κάστρο, ο άοσμος και άχρωμος μικρότερος αδελφός του χαρισματικού Φιντέλ. Το μήνυμα που έρχεται από την εξωστρεφή Αβάνα μπορεί να φτάσει ακόμη και στην εσωστρεφή Αθήνα. Και λέει ότι τα μεγάλα βήματα δεν γίνονται από αυτούς που εκφωνούν πύρινους λόγους και ατελείωτες ομιλίες αλλά από εκείνους που δεν φοβούνται τους μεγάλους διασκελισμούς. Το μήνυμα έχει σημασία για ένα πολιτικό σύστημα και φλύαρο και αδρανές. Κι έχει σημασία, γιατί το δικό του τείχος είναι ακόμη εδώ.