Χθες, λέει, δεν ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή. Δεν ήταν γιατί δεν είχε μπάλα. Είχε αναβληθεί, λέει, το ελληνικό πρωτάθλημα. Αλήθεια, έλειψε σε κανέναν;

Δύσκολο πάντως να έλειψε στους ποδοσφαιρόφιλους. Απλούστατα διότι το ελληνικό πρωτάθλημα έχει ολοένα και λιγότερη σχέση με το ποδόσφαιρο. Η μπάλα παίζεται αλλού. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει ο ανταγωνισμός που εξελίσσεται εκτός γηπέδου. Στην αρένα που έχουν στήσει για τους εαυτούς τους ο Βαγγέλης Μαρινάκης και ο Δημήτρης Μελισσανίδης.

Η αλήθεια είναι ότι το εξωγηπεδικό «παιχνίδι» ήταν πάντα μέρος του ελληνικού ποδοσφαιρικού συμπλέγματος. Οι περισσότεροι απ’ όσους παρακολουθούσαν το άθλημα είχαν κιόλας μάθει να απολαμβάνουν τα τερτίπια του παραγοντισμού –πούρο, μπεγλέρι, «γαλλικά» –ως συγγνωστές γραφικότητες. Είχαν αποδεχθεί αυτή τη συνθήκη με έναν κυνισμό του τύπου «έτσι παίζεται το παιχνίδι στην Ελλάδα». Κερδίζει συχνά αυτός που είναι πιο μάγκας εκτός αγωνιστικού χώρου.

Ολοι ανέχονταν το παραπρωτάθλημα –οπαδοί και Πολιτεία. Η ανοχή υπέθαλψε έναν τύπο επιχειρείν που θύμιζε μετακομμουνιστικό χάος πρώην σοβιετικής δημοκρατίας. Ο ισχυρός συσσώρευσε τόση ισχύ, ώσπου στο τέλος δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Δεν είχε απλώς ελέγξει την ποδοσφαιρική αγορά. Την είχε σκοτώσει.

Μοιραία, το προϊόν έγινε θανάσιμα βαρετό. Το αντέχουν πια μόνο όσοι είναι εθισμένοι στο οπαδικό όπιο. Το δείχνουν και τα νούμερα –με πρώτα αυτά των εισιτηρίων.

Εντάξει, δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα αυτά. Ρώσοι ολιγάρχες και σεΐχηδες παίζουν με αγγλικές ομάδες. Μεξικάνοι και ινδονήσιοι κροίσοι ξεφυτρώνουν σε μεγάλα κλαμπ της Ευρώπης. Στην Ιταλία η εξαγορά πολιτικής επιρροής μέσω του ποδοσφαίρου έγραψε ολόκληρο κεφάλαιο στη νεότερη πολιτική Ιστορία της χώρας (βλέπε Μπερλουσκόνι). Ακόμη και στη Γερμανία της ενάρετης διοίκησης, ο μεγαλο-λουκανικάς της Μπάγερν είχε στήσει μηχανή φοροδιαφυγής.

Η μόνη διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι στην Ευρώπη ενίοτε αντιδρούν οι θεσμοί. Ομάδες υποβιβάζονται. Παράγοντες τιμωρούνται. Εδώ, οι θεσμοί έχουν πάρει υπνωτικά. Οι φορείς που εποπτεύουν το άθλημα φροντίζουν πρωτίστως να μην μπλέξουν. Ακόμη και οι σποραδικές απόπειρες της Δικαιοσύνης χάνονται με το που καταλαγιάζει ο θόρυβος από τη δημοσιοποίηση του υλικού της προανάκρισης.

Κάπως έτσι, ο κόσμος του ελληνικού ποδοσφαίρου έχει καθιερώσει τη δική του κανονικότητα. Πού και πού δέρνεται κανένας διαιτητής. Πού και πού τις τρώει κανένας δημοσιογράφος. Πού και πού μαχαιρώνεται και κανένας οπαδός. Μαχαιρώνεται, θάβεται και ξεχνιέται. Ξεχνιέται, όπως ξεχνιούνται όλα τα «ατυχή», «μεμονωμένα» περιστατικά που συνθέτουν αυτή την κανονικότητα.

Μπάλα, λοιπόν, γιοκ. Το μόνο που απομένει για να ανεβάζει ως υποκατάστατο την αδρεναλίνη του οπαδού είναι ο πόλεμος των παραγόντων. Αφού το θέαμα δεν βλέπεται, έγιναν θέαμα οι παράγοντες.