Η διαπίστωση είναι κοινή: αυτό που ονομάζεται «πολιτική αβεβαιότητα» ρίχνει μια βαριά σκιά πάνω από τη χώρα. Δυσκολεύει την έξοδό της από την εξαετή υφεσιακή δοκιμασία. Αδυνατίζει τη διαπραγματευτική της θέση. Αδικεί την τεράστια και βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή που πέτυχε –με υπερβολικά μεγάλη δόση λιτότητας και ασυγχώρητα άδικη κατανομή των βαρών.

Αλλά πώς να αρθεί η «αβεβαιότητα»;

Η συνηθισμένη απάντηση είναι πως θα πρέπει να εξασφαλιστεί, με κάποιον τρόπο, η προεδρική πλειοψηφία των 180 και έτσι να παραταθεί ο κυβερνητικός βίος. Δεν μοιάζει πολύ πιθανό, μα ούτε και αποκλείεται. Το ερώτημα, όμως, είναι: θα αρκούσαν οι 180, θα αρκούσε μια επιτυχής προεδρική εκλογή, ώστε να αρθεί η «πολιτική αβεβαιότητα»; Η απάντηση είναι, νομίζω, όχι. Για τον ίδιο λόγο που και οι εκλογές –με το αποτέλεσμά τους να κινείται στα όρια αυτού που σήμερα φαίνεται πιθανό –δεν θα αρκούσαν για την άρση της. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, είτε παραταθεί ο βίος της σημερινής κυβέρνησης είτε προκύψει νέα, θα χρειαζόταν, αμέσως μετά, να βρεθεί αυτό που και σήμερα λείπει: μια ελάχιστη συναίνεση, μια συμφωνία για τα πρώτα, κρίσιμα βήματα προς τη νέα εποχή, για το δύσκολο τελευταίο μίλι της διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους, για τις αυτονόητες εκείνες αλλαγές –που κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη τους: στην οργάνωση του κράτους, παραδείγματος χάριν, ή στη φορολογική διοίκηση –οι οποίες τα χρόνια του Μνημονίου δεν ολοκληρώθηκαν.

Μα αν είναι έτσι –σκέφτονται πολλοί –γιατί δεν αναζητούμε από τώρα αυτό που έτσι κι αλλιώς θα υποχρεωθούμε να βρούμε αύριο; Ιδέες κυκλοφορούν πολλές.

Μια ιδέα είναι αυτή που υποστήριξε προχθές στα «ΝΕΑ» ο Δημήτρης Κρεμαστινός. Αυτή η Βουλή, δίχως να μεσολαβήσουν εκλογές και ανεξαρτήτως των προεδρικών, να γεννήσει ένα νέο κυβερνητικό σχήμα στο οποίο θα συμμετέχει και ο ΣΥΡΙΖΑ, και το οποίο θα έχει το κύρος και τη νομιμοποίηση να διαπραγματευθεί σκληρά και αποτελεσματικά. Μια άλλη ιδέα, λιγότερο φιλόδοξη και πιο ρεαλιστική, είναι αυτή που κυκλοφορεί σε όλο και περισσότερα χείλη τις τελευταίες ημέρες. Η ιδέα μιας συμφωνίας επί του πολιτικού ημερολογίου. Να συναινέσει, δηλαδή, η αντιπολίτευση στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη σημερινή Βουλή και με μεγάλη πλειοψηφία. Και, σε αντιπαροχή, η κυβέρνηση να δεσμευτεί σε ρητή εκλογική προθεσμία αμέσως μετά, τον Απρίλιο, τον Ιούνιο, τον Οκτώβριο –όποτε συμφωνήσουν.

Δεν αμφιβάλλω ότι μια τέτοια συμφωνία θα έστελνε ένα ισχυρό σήμα άρσης της «αβεβαιότητας». Αλλά και πάλι η αξία της θα ήταν ότι θα άνοιγε δρόμο προς μια νέα συμφωνία, ένα είδος «ελληνικού συμβιβασμού», που θα εξακολουθεί να εκκρεμεί.

Προς άρση κάθε παρεξήγησης, ένας τέτοιος συμβιβασμός δεν σημαίνει τεχνητή, προσχηματική άρση των διαφωνιών για όσα έγιναν και όσα πρέπει να γίνουν, για τον απολογισμό του χθες ή το σχέδιο για το αύριο, για ένα νέο παραγωγικό και κοινωνικό πρότυπο. Δεν σημαίνει ούτε σβήσιμο των διαχωριστικών γραμμών κυβέρνησης – αντιπολίτευσης. Ούτε, πολύ περισσότερο, σβήσιμο των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Δεν πιστεύω στη θεωρία του συρμού πως αυτές οι διαφορές έχασαν το νόημά τους. Αντίθετα: αυτή η διαχωριστική γραμμή (που χωρίζει, όπως έλεγε κάποτε ένας σοφός, εκείνους που θεωρούν την κοινωνική ανισότητα φυσική τάξη των ανθρώπινων πραγμάτων από εκείνους που τη θεωρούν, απλώς, σκάνδαλο) έχει, ίσα ίσα, μεγαλύτερη σημασία σε μια εποχή όπου οι ανισότητες διευρύνονται και απειλούν την οικονομία με νέα πτώση, την κοινωνική συνοχή και την υγεία της δημοκρατίας.

Αλλά τι απ’ όλα αυτά θα εμπόδιζε τις πολιτικές δυνάμεις σήμερα να δοκιμάσουν να βρουν μια ελάχιστη συμφωνία, ώστε η χώρα να διαπραγματευθεί την επανένταξή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς αποτελεσματικότερα, να βγει από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης γρηγορότερα, να ελαφρύνει το βάρος του χρέους της πειστικότερα; Και ύστερα, σ’ ένα περιβάλλον πιο ασφαλές και ήρεμο, να κάνει τις επιλογές της για το μέλλον;