Ο ένας πατάει το φίδι του πασοκικού κρατισμού. Ο άλλος αμύνεται. Ορθώνει τα στήθη του απέναντι στον αδίστακτο νεοφιλελευθερισμό. Ο ένας, βέβαια, έχει ανάγκη τον άλλο.

Η αντιπαράθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Χρήστο Πρωτόπαπα είναι λίγο σαν πολιτικό καρτούν. Μια ρετρό αναμέτρηση τόσο σχηματική που θα έλεγες ότι μυρίζει σταμουλοκολλάδικη τεστοστερόνη. Στο τέλος όμως έχει και για τους δύο χάπι εντ.

Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης δικαιώνει στα μάτια του εκλογικού ακροατηρίου του το μεταρρυθμιστικό του προφίλ. Εμφανίζεται να σπάει τις αγκυλώσεις που είχαν εγκαταστήσει στη διοίκηση τα πελατειακά δίκτυα του αντιπάλου. Ο άλλος λανσάρεται ως υπερασπιστής σε όσους δημοσίους υπαλλήλους από την παλαιά πασοκική πελατεία δεν έχουν πέσει ήδη στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ. Και τονώνει το κομματικό γόητρο του ΠΑΣΟΚ, που τόσο λοιδορείται ως παρακολούθημα της σαμαρικής Δεξιάς.

Ποια είναι τάχα η «θεολογική» διαφορά αυτού του κυβερνητικού σχίσματος; Πόσο δύσκολο είναι να συναινέσουν τα δύο κόμματα στον θεσμό, ας πούμε, μιας δοκιμαστικής αμοιβής για τους νεοπροσλαμβανόμενους υπαλλήλους του Δημοσίου; Ποια ιδεολογική περιωπή έχει μια τόσο αυτονόητη διευθέτηση;

Προφανώς καμία. Αλλωστε ο καβγάς δεν γίνεται για την ουσία. Επικεντρώνεται στη διαδικασία –για το αν και πότε ο υπουργός ενημέρωσε για το σχέδιό του το ΠΑΣΟΚ, για το αν το ζήτησαν ή όχι πρώτοι οι δανειστές.

Μειλίχιος εκ φύσεως, ο Μητσοτάκης έχει αρχίσει τελευταία να «δαγκώνει». Δεν είναι μόνο το πεδίο που του προσέφερε ο Πρωτόπαπας για να επιδείξει τα μεταρρυθμιστικά του διαπιστευτήρια. Προχθές έστησε κοινοβουλευτική ενέδρα στον Αλέξη Μητρόπουλο –αναδεικνύοντας τον ρόλο του στη φάμπρικα των συμβασιούχων. Και στις πυκνές εμφανίσεις του στα media δεν διστάζει πλέον να δοκιμάζει αδωνικούς τόνους, προφητεύοντας χιλιάρικα με τη σεπτή μορφή του Λαφαζάνη.

Η εποχή ίσως επιβάλλει τα ντεσιμπέλ. Επιβάλλει αυτή την πολεμική ρητορική, ακόμη και όταν φωνάζει υπέρ σου η λογική –όπως στην περίπτωση της σύγκρουσης με τη Δούρου για τον επανέλεγχο των πιστοποιητικών.

Ομως όταν φωνάζεις, ρισκάρεις. Διατρέχεις τον κίνδυνο να σε χτυπήσει ο αντίλαλος των συνθημάτων σου. Οταν φορτίζεις ηθικά την πολιτική σου –όταν την υπερασπίζεσαι με μανιχαϊσμό του τύπου ενάρετοι εναντίον λαμόγιων –δυσχεραίνεις το κλίμα μέσα στο οποίο καλείσαι να την εφαρμόσεις. Και εκτίθεσαι διπλά, αν τύχει να συνυπογράψεις καμιά αδέσποτη τροπολογία χωρίς να προσέξεις ότι «ξεδοντιάζει» μια μεταρρύθμιση, σαν εκείνες στις οποίες ομνύεις.

Κάτι τέτοια ατυχήματα δίνουν κύρος στο κλισέ ότι δεν πρέπει να αφήνουμε τις μεταρρυθμίσεις μόνο στους μεταρρυθμιστές. Καμιά φορά, ο μεταρρυθμισμός εκπίπτει σε ρηχή ηθικολογία. Και ακούγεται σαν λαϊκισμός από την ανάποδη.