Τι περίεργο! Οι τυχαίες συναντήσεις στη ζωή μας, ή περιστατικά που θα ήταν δυνατόν να μην τα γνωρίσουμε ποτέ, να μας βοηθούν να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικά ουσιαστική πλευρά του κόσμου μας. Ενώ μια πραγματικότητα που βουίζει και μαίνεται ολόγυρά μας να την αντιλαμβανόμαστε αίφνης ψεύτικη και απατηλή. Να προσπαθεί με χίλιους τρόπους η εμπλοκή μας με τη γραφειοκρατική, τηλεοπτική, καμιά φορά και με την –δυστυχώς –καλλιτεχνική πραγματικότητα να μας πείσει ότι ζούμε την κόλαση του Δάντη και να έρχεται ένα τοσοδούλι περιστατικό να μας ανοίγει την πόρτα του παραδείσου.

«Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σχισμάδα» που λέει και ο Γιάννης Ρίτσος. Ηταν στα βαφτίσια του μωρού ενός φιλικού ζευγαριού, όταν έπιασε το μάτι μας τον παπά που ευλογούσε το μυστήριο να στέκει απέναντι σε όλη την τελετή σαν να ήταν κάτι που του συνέβαινε για πρώτη φορά. Ηρεμος, πράος, μιλούσε στο μωρό, μιλούσε στους γονείς, χωρίς να συμβουλεύει ή να αναλύει, αλλά σαν να αναφερόταν σε μια ιστορία που υπήρξε και έφθασε ώς τις ημέρες μας για χάρη τους. Αισθανόσουν την ατμόσφαιρα να έχει κυριολεκτικά μεταμορφωθεί και αν δεν λογαριαζόταν ασέβεια θα τη συνέκρινες –σε σχέση με τη σιωπή που την περιέβαλε –με τη σκηνή μιας ταινίας του Φελίνι που τοποθετούνταν στον 2ο μετά Χριστόν αιώνα. Εδειχνε δύο γονείς να φυγαδεύουν με την άμαξα τα δύο μικρά παιδιά τους, ενώ οι ίδιοι είχαν αποφασίσει, χωρίς την ελαχιστότερη οιμωγή ή φασαρία, να αυτοκτονήσουν για να μην ταπεινωθούν από τους αλλοθρήσκους που επέλαυναν.

Ανθρωποι είμαστε όλοι μας –θελήσαμε να ενημερωθούμε για τον συγκεκριμένο παπά, ποιος, τι, πού. Μάθαμε λοιπόν ότι λειτουργεί στον ναό μιας υποβαθμισμένης συνοικίας της Αθήνας με ραγδαία αύξηση της φτώχειας τα τελευταία χρόνια και κατακλυσμένης από αλλοδαπούς. Θεωρώντας ότι το έργο του για επισιτιστική βοήθεια και οικονομική υποστήριξη θα το υποτιμούσε κανείς ακόμη και αν το ανέφερε, θα σταθούμε σε ένα άλλης τάξεως γεγονός: στον ενοριακό ναό όπου λειτουργεί, η λειτουργία γίνεται σε τρεις γλώσσες –στα ελληνικά, τα ρώσικα και τα ρουμάνικα. Με αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται πλήθη κόσμου τις Κυριακές και τις γιορτές.

Αδιαφορώντας για το συγκλονιστικό αυτό περιστατικό ή ακόμη και για τον ίδιον τον παπά, να διατυπώσουμε ένα ερώτημα που μας καίει τα χείλη: πώς γίνεται μέσα σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούν η Μενεγάκη, ο Λαζόπουλος, ο Αρναούτογλου, να υπάρχει ένας άνθρωπος –ακόμη και παπάς –που να πιστεύει ότι κάτι μπορεί να πετύχει και αυτός; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό.

Πώς γίνεται όταν έχουν κυριαρχήσει εντελώς σύγχρονες μορφές επικοινωνίας, όπως το κινητό και το Ιντερνετ –έστω και αν έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες κι αδιέξοδες –να εμπιστεύεται κανείς έναν τρόπο επικοινωνίας που στην καλύτερη περίπτωση τον καταγγέλλει ως ξεπερασμένο και γελοίο με, εκ των πραγμάτων, αδύνατον οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα; Πώς γίνεται σε κοινωνίες ανοιχτές, όπου η επίλυση των προβλημάτων έχει ταυτιστεί με την έκθεση και τον διασυρμό των ανθρώπων που υφίστανται τα προβλήματα, να επαναφέρει κανείς μια ατμόσφαιρα κρυφού σχολειού και ότι είναι η φιλάνθρωπη συνωμοτικότητα και ο σεβασμός της αξιοπρέπειας του ανθρώπου που πραγματικά θα βοηθήσουν; Οταν ακόμη και η έννοια της φιλανθρωπίας δεν γίνεται κατανοητή παρά μόνον όταν διατυμπανίζεται, πώς γίνεται να την επιχειρεί κανείς ως μια εχέμυθη πράξη;

Αν και οι σημερινές κοινωνίες έχουν μονοπωληθεί από το θεαθήναι, φαίνεται πως τα περιθώρια για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο είναι πάρα πολλά. Και ο παπάς μία ακόμη ένδειξη, ασυνείδητη πλατιά, ότι περνάμε σε μια πραγματικά καινούργια εποχή: μια εποχή όπου το μεγάλο έργο δεν θα χρειάζεται να έχει υπογραφή, γιατί θα το έχουν φιλοτεχνήσει όλοι οι άνθρωποι μαζί, με τη συμπεριφορά του ο καθένας στον προσωπικό χώρο, επαγγελματικό ή ιδιωτικό.