Σε κεντρικό δρόμο των Εξαρχείων διαβάζουμε σε έναν άσπρο τοίχο με μεγάλα γράμματα που έχουν γραφεί με έντονη μαύρη μπογιά: «Σεισάχθεια εδώ και τώρα». Και υπογραφή ΑΚΕΠ. Επειδή ενδέχεται πολλοί περισσότεροι να γνωρίζουν τι σημαίνουν τα αρχικά του κινήματος που υπογράφει το καταπληκτικό ομολογουμένως αυτό σύνθημα παρά τι σημαίνει η λέξη «σεισάχθεια», να σημειώσουμε τη σημασία της, όπως τη συναντούμε στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη, προκειμένου να συνεννοηθούμε: «Νομοθετικό μέτρο του Σόλωνος για κατάργηση των χρεών».

Οπως όλες οι υγιείς λέξεις, η λέξη «σεισάχθεια» μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε, σε βαθμό που να αποκτήσει και άλλες σημασίες, με επικρατέστερη, κατά τη γνώμη μας, αυτή που της απέδωσε ο καθηγητής της Φιλοσοφίας Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος και μάλιστα στην περίοδο της χούντας. Στις αρχές του 1973, δηλαδή πολύ πριν να υπάρξει το Πολυτεχνείο, ο Θεοδωρακόπουλος δημοσίευσε μια σειρά άρθρων με τον τίτλο «Σεισάχθεια ή μια πνευματική επανάσταση», όπου σαφέστατα κρίνει δριμύτατα το στρατιωτικό καθεστώς.

Με έναν τρόπο βέβαια που να μη διατρέχει τον κίνδυνο να συλληφθεί αλλά ταυτόχρονα, για όποιον ήξερε να διαβάζει, να μη χαρίζει κάστανα στους κρατούντες. Για την ιστορία να αναφέρουμε κάτι εντελώς άγνωστο, ότι ο σπουδαίος αυτός δάσκαλος είχε προτείνει την ίδια περίοδο σε συνεδρίαση της Ακαδημίας, καθότι ακαδημαϊκός ο ίδιος, οι ακαδημαϊκοί ως σώμα φέροντας στο στήθος τους μια κορδέλα που να γράφει «Ζήτω η ελευθερία» να περπατήσουν από το Σύνταγμα ώς την Ομόνοια χωρίς να ακουστεί καμιά απολύτως φωνή, δείχνοντας την αντίθεσή τους προς τη χούντα.

Η πρόταση δυστυχώς δεν έγινε αποδεκτή, γεγονός που αν είχε συμβεί θα αποτελούσε μια τεράστια ενθάρρυνση για τον πολύ κόσμο, χώρια που η Ακαδημία, όσο και αν της ήταν της ίδιας –τότε τουλάχιστον –αδιάφορο, δεν θα είχε ακούσει μεταπολιτευτικά τα εξ αμάξης. Θεωρούσε λοιπόν ο καθηγητής Θεοδωρακόπουλος τη σεισάχθεια ως μορφή επανάστασης, μεσούσης της χούντας, γιατί: «Με τις επαναστάσεις του ξίφους και της λαιμητόμου δεν γίνεται τίποτε άλλο παρά οι άνθρωποι να αγριεύουν περισσότερο –και εκείνοι που σφάζουν και είναι εγκληματίες θεωρούν τα σφάγιά τους ως εγκληματίες και οι ίδιοι αυτοχαρακτηρίζονται ως σωτήρες των άλλων που γλίτωσαν από τη σφαγή. Τους παρακολουθεί όμως η επανάσταση μήπως απιστήσουν σ’ αυτή, τους επιτρέπει μόνο να ακούν ό,τι λέγουν οι «σωτήρες», να βλέπουν ως αποσβολωμένα ομοιώματα «πολιτών» τη βλακώδη ή την αποβλακώνουσα τηλεόραση και τούτο σημαίνει ότι οι άνθρωποι γίνονται αγέλη. Και ο προορισμός της αγέλης είναι να βόσκει, και αυτή τη βοσκή, καλή ή κακή, οι τσοπαναραίοι της εξουσίας την ονομάζουν ευημερία, πρόοδο».

Τι συμβαίνει όμως όταν μια λέξη που τη χρησιμοποιούσε με έναν διαυγή τρόπο ένας –αν και χαρακτηρισμένος, έστω λανθασμένα, ως συντηρητικός πολιτικά –καθηγητής πανεπιστημίου την καταχωρίζει στο οπλοστάσιό του ένα επαναστατικό κίνημα; Σημαίνει ότι αν ο καθηγητής συνέχιζε να ζει θα γινόταν ο ιδεολογικός απολογητής του ΑΚΕΠ ή ότι το κίνημα αυτό μπροστά στα αδιέξοδα των καιρών πισωγυρίζει σε αξίες εκ των πραγμάτων ξεπερασμένες;

Πολύ φοβόμαστε ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορεί να ισχύσει. Μάλλον ο όρος «κουλουβάχατα» που πρωτοεμφανίστηκε το 1868 σε φυλλάδιο του Θ. Ι. Κολοκοτρώνη, εγγονού του ήρωα της Επανάστασης του ’21, με τον τίτλο «Κουλουβάχατα: ή αι φύρδην μίγδην σημεριναί ιδέαι» αποτελεί μια κυριολεκτικά αυθεντική έκφραση της εποχής μας.