Η Πίνα Μπάους ήταν μια αέρινη χορεύτρια και μια πρωτοπόρα σκηνογράφος. Ηταν εκείνη που, πρώτη, ένωσε τον κλασικό χορό, το μπαλέτο όπως το ξέραμε παλιά, με τις νέες τάσεις, τη χορογραφία του μοντερνισμού, που έκανε τον χορό τέχνη αιχμής. Την έλεγαν το «θλιμμένο σώμα», στις χορογραφίες της ήταν συγκινητική μόνο χάρη σ’ αυτό που ήταν, χάρη στον μινιμαλισμό και στην κομψότητα της κίνησής της. Και στη ζωή, όμως, ήταν πολύ διακριτική. Σαν να ήθελε να περνά απαρατήρητη. Της άρεσαν τα απλά πράγματα, να ταξιδεύει και να μιλάει για ταξίδια, να πίνει λίγο κρασί και να καπνίζει. Κάπνιζε αρειμανίως. Κάπνιζε και το καλοκαίρι του 2008, όταν είχε παρουσιάσει στην Επίδαυρο τη χορογραφία της «Ορφέας και Ευρυδίκη» (πάνω στην ομώνυμη όπερα του Γκλουκ) με το Μπαλέτο της Εθνικής Οπερας του Παρισιού. Την είχα συναντήσει ένα βράδυ μία και μοναδική φορά στη ζωή μου, ήταν άρρωστη αλλά συνέχιζε να καπνίζει. Ομως θεωρούσε αυτονόητο, όταν ήταν με άλλους στον εσωτερικό χώρο, να βγαίνει έξω. Δεν υπήρχε νόμος να την υποχρεώνει. Την υποχρέωνε όμως η στοιχειώδης ευγένεια ενός καλλιεργημένου ανθρώπου.

Η Πίνα Μπάους πέθανε, μακριά από την Ελλάδα, στις 30 Ιουνίου 2009, πριν από πέντε χρόνια, σαν προχθές. Μία ημέρα μετά, την 1η Ιουλίου 2009, σαν χθες, στην Ελλάδα που τόσο αγαπούσε, ψηφίστηκε ένας νόμος γύρω από τον οποίο είχε γίνει πολλή συζήτηση: ένας νόμος που απαγόρευε απολύτως το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους. Ο τότε υπουργός Υγείας Δημήτρης Αβραμόπουλος είχε δηλώσει ότι «η Ελλάδα σβήνει το τσιγάρο χωρίς παραθυράκια», ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας είχε παρομοιάσει το κάπνισμα με θανατηφόρα επιδημία. Πανηγυρίσαμε μερικές ημέρες, έπεσαν και κάτι πρόστιμα και ευχαριστημένοι, αφού είχαμε τηρήσει τη συμβατική υποχρέωσή μας έναντι της Ευρώπης, αρχίσαμε να παραβαίνουμε τον νόμο –που συνεχίζει να υφίσταται ενώ εμείς συνεχίζουμε να τον παραβιάζουμε. Κατά καιρούς, διάφοροι ταγοί της δημόσιας θητείας θυμούνται γενικώς ότι το κάπνισμα απαγορεύεται, κάνουν δηλώσεις, απειλούν, γίνονται αντιδηλώσεις μαγαζατόρων και όσων ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει, κι ύστερα ανάβουν όλοι τσιγάρο, ντουμανιάζουν οι κλειστοί χώροι, διότι τους νόμους που έχουμε δεν υπάρχει λόγος και να τους τηρούμε –κάπως έτσι δεν ξεχαρβαλώσαμε και τον νόμο Διαμαντοπούλου για τα πανεπιστήμια;

Πέντε χρόνια και μία ημέρα μετά, έχουμε και νόμο και παθητικούς καπνιστές. Στον αντίποδα της ευγενικής θεριακλούς της τέχνης, οι ανάγωγοι δικοί μας θεριακλήδες, χωρίς καν να το διεκδικήσουν, κέρδισαν τη μάχη με τη στοιχειώδη αγωγή, την ευγένεια, τον σεβασμό στον άλλον που δεν έχει τα ίδια με μας γούστα. Κι εσείς εξακολουθείτε ακόμα να ελπίζετε.