Ο κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο σήμερα συναντάται στα 20 από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στα υπόλοιπα επτά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Αυστρία, Γερμανία, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία, Ιταλία και Κύπρος) δεν υπάρχει μεν κατώτατος μισθός σε εθνικό επίπεδο, υπάρχουν όμως κατώτατοι μισθοί που διαπραγματεύονται οι κοινωνικοί συνομιλητές σε κλαδικό επίπεδο (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2012). Με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και ύφεσης παρατηρείται πάγωμα των ονομαστικών κατώτατων μισθών (Ιρλανδία, βαλτικές χώρες, Τσεχία, Βουλγαρία, Ρουμανία) ή χαμηλές αυξήσεις (Αγγλία, Γαλλία, Ολλανδία) ή σημαντικές αυξήσεις των κατώτατων μισθών (Πορτογαλία, Σλοβενία, Πολωνία).

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην οποία επιβλήθηκε (28/2/2012) με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και ονομαστική μείωση του κατώτατου μισθού στα πλαίσια υλοποίησης του δεύτερου Μνημονίου (22% στον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο και 32% αντίστοιχα για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών) με αποτέλεσμα να ανέρχεται περίπου στο 49% από 60% πριν από το Μνημόνιο 2 με βάση την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) του αντίστοιχου κατώτατου μισθού των ανεπτυγμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ετσι, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα από εργαλείο προστασίας των χαμηλά αμειβόμενων μετατρέπεται σε εργαλείο για την επίσπευση της διαδικασίας γενικευμένης μείωσης των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα.

Στις συνθήκες αυτές του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, το υπουργείο Εργασίας πρόκειται να καλέσει, μετά την έγκριση της τρόικας, τους κοινωνικούς συνομιλητές για διαβούλευση για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν μηχανισμό κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της ΕΓΣΣΕ.

Επιπλέον, πρόκειται για έναν «μηχανισμό κινεζοποίησης της εργασίας» αφού ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται με βάση κριτήρια (ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, ανεργία, κόστος εργασίας, ανταγωνιστικότητα, ασφαλιστικές εισφορές, φορολογικό σύστημα, αδήλωτη εργασία, γραφειοκρατία κ.λπ.) και συστάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας (Jan Rutkowski, 2003) όπως:

i) η αύξηση του κατώτατου μισθού των ανειδίκευτων εργαζομένων, σε συνθήκες μεγάλης ανεργίας, δεν ενδείκνυται,

ii) για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων ενδείκνυται ο καθορισμός κατώτατων μισθών, σε ποσοστό 75% του κατώτατου μισθού των ενηλίκων,

iii) διαφοροποιημένοι κατώτατοι μισθοί ανά περιοχή ενδείκνυνται, εφόσον υπάρχουν ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες ύφεσης και ανεργίας σε αυτές, οπότε εκεί οι βασικοί μισθοί πρέπει να είναι χαμηλότεροι,

iv) να μην επεκτείνονται σε κλαδικές συλλογικές συμβάσεις στους μη εκπροσωπούμενους εργοδότες και να δημιουργείται ευχέρεια εξαίρεσης από αυτές για τους εργοδότες, ιδίως των μικρών επιχειρήσεων, που πρέπει να δεσμεύονται,

v) η περιοδικότητα μεταβολής του κατώτατου μισθού να ακολουθεί τις εξελίξεις της οικονομίας και της αγοράς εργασίας,

vi) η παρακολούθηση οικονομικών μεγεθών για την κατανομή των εισοδημάτων είναι απαραίτητη,

vii) ο κατώτατος μισθός πρέπει να εφαρμόζεται αποτελεσματικά.

Με άλλα λόγια, η κεντρική διάσταση που διαπερνά τα κριτήρια και τις συστάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού είναι ότι ο κατώτατος μισθός δεν αποτελεί «εργαλείο εξισορρόπησης της προστασίας του μισθού και της απασχόλησης», «του μισθού και του επιπέδου ανταγωνιστικότητας», «του μισθού και της ανεργίας».

Από την άποψη αυτή, η επιστημονική έρευνα διεθνώς και στην Ελλάδα έχει αποδείξει τη σοβαρή αντίφαση των κριτηρίων και των συστάσεων καθορισμού του κατώτατου μισθού της Παγκόσμιας Τράπεζας που υιοθετούν η κυβέρνηση και η τρόικα, με την έννοια ότι δεν προκύπτει συσχέτιση του επιπέδου του κατώτατου μισθού με το επίπεδο της ανεργίας ανειδίκευτης εργασίας, ενώ προκύπτει συσχέτιση υψηλού κατώτατου μισθού και υψηλού επιπέδου απασχόλησης (J. Schweighofer, 2013). Το ίδιο, δεν προκύπτει συσχέτιση χαμηλού κατώτατου μισθού και υψηλού επιπέδου παραγωγικότητας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2013). Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η άμεση αντικατάσταση των μηχανισμού καθορισμού του κατώτατου μισθού από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας διαμέσου της πλήρους αποκατάστασης και δημοκρατικής λειτουργίας του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ