Μία από τις σημαντικότερες διαρθρωτικές ανισορροπίες της διεθνούς οικονομίας είναι η αδυναμία της να δημιουργεί θέσεις εργασίας εκεί όπου ζει το εργατικό δυναμικό (ΔΓΕ, 2004). Η ανισορροπία αυτή οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των μεταναστών τις τελευταίες δεκαετίες με ρυθμό 6 εκατ. τον χρόνο, κυρίως, από τις υπανάπτυκτες και τις αναπτυσσόμενες χώρες προς τις ανεπτυγμένες χώρες.

Ετσι, από την πλευρά των χωρών προέλευσης των μεταναστών η κύρια αιτία είναι η εμβάθυνση της απόκλισης (άνιση ανάπτυξη, επιδείνωση των ανισοτήτων, υψηλό επίπεδο ανεργίας) μεταξύ υπανάπτυκτων και ανεπτυγμένων χωρών. Από την πλευρά των χωρών υποδοχής των μεταναστών η κύρια αιτία είναι ότι η μετανάστευση έχει ως άμεση επίπτωση την ανανέωση του πληθυσμού, την εξασφάλιση εργατικού δυναμικού (ανειδίκευτου και ειδικευμένου) χωρίς να έχουν καταβληθεί δαπάνες εκπαίδευσης, υγείας κ.λπ. από τις χώρες υποδοχής και την τόνωση της ανάπτυξης χωρίς να προκαλούνται πληθωριστικές πιέσεις.

Στο υπόβαθρο αυτών των αιτίων των μεταναστευτικών ρευμάτων, η Ελλάδα αποτελεί χώρα προέλευσης μεταναστών, στα τέλη του 19ου αιώνα προς τις ΗΠΑ και την Αυστραλία και περί τα μέσα του 20ού αιώνα, κυρίως, προς τη Δυτική Γερμανία (86% των ελλήνων μεταναστών στην Ευρώπη) και το Βέλγιο, και μετατρέπεται, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και έκτοτε, σε χώρα υποδοχής οικονομικών μεταναστών καθώς και αιτούντων πολιτικό άσυλο. Ομως, η εντεινόμενη οικονομική κρίση και ύφεση μετά το 2009, σε διεθνές, ευρωπαϊκό και ελληνικό επίπεδο, με τη σοβαρή μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας και της κατανάλωσης, τη διακοπή χορήγησης δανείων από τις τράπεζες, τη μείωση των επενδύσεων από το κράτος και τις επιχειρήσεις καθώς και τον περιορισμό της ζήτησης από τους καταναλωτές (μείωση μισθών, συντάξεων και αύξηση της φορολογίας), αναδεικνύει με τον πιο σαφή αλλά και ανησυχητικό τρόπο ότι η ευρωπαϊκή και μεσογειακή οικονομία βρίσκεται στην πορεία της δεύτερης πιο σημαντικής οικονομικής ύφεσης (κραχ ανεργίας) έπειτα από αυτή που ακολούθησε το κραχ στις χρηματαγορές το 1929.

Ειδικότερα, το συντελούμενο κραχ στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα τροφοδοτείται από την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας (9,5%, 471.000 άνεργοι 2009, 17,7%, 950.000 άνεργοι 2011, 24%, 1.200.000 άνεργοι 2012, 29%, 1.450.000 άνεργοι 2013, 31,5%, 1.575.000 άνεργοι 2014) καθώς και από τη μείωση της απασχόλησης (πρώτη φορά από το 1991), η οποία υπερβαίνει ακόμη και αυτή της συνολικής μείωσης της απασχόλησης.

Στις δυσμενείς αυτές συνθήκες της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, αναδύεται, μεταξύ των άλλων, κατά την περίοδο 2010-2012 εφαρμογής του προγράμματος της «εσωτερικής υποτίμησης», το φαινόμενο της «επιλεκτικής μετανάστευσης» (120.000 άτομα) Ελλήνων υψηλής εξειδίκευσης (μηχανικοί, γιατροί, ειδικοί στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ερευνητές θετικών επιστημών κ.λπ.) προς τις βόρειες χώρες της Ευρώπης, τις ΗΠΑ, τις χώρες της Μέσης Ανατολής κ.λπ., καθώς και με τα ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία και από τις άλλες χώρες της Μεσογείου, αποτελώντας το νέο μεταναστευτικό ρεύμα από τη Μεσογειακή Ευρώπη κατά τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στις ανεπτυγμένες χώρες ο αριθμός των μεταναστών υψηλής εξειδίκευσης, συγκρινόμενος με τον αριθμό όσων μετανάστευσαν κατά τα τελευταία χρόνια, είναι υψηλότερος σε σύγκριση με τους εργαζομένους υψηλής ειδίκευσης που προέρχονται από τον αυτόχθονα πληθυσμό. Το ίδιο παρατηρείται και με την κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας κατανομή των στελεχών υψηλής εξειδίκευσης. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ το 26% των στελεχών υψηλής εξειδίκευσης στον κλάδο των νέων τεχνολογιών, της έρευνας και των μαθηματικών έχει γεννηθεί στο εξωτερικό, ενώ στους άλλους κλάδους μόνο το 6% των στελεχών υψηλής εξειδίκευσης έχει γεννηθεί στο εξωτερικό. Αντίθετα, οι μεσογειακές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), στερούμενες σταδιακά κατά τα τελευταία χρόνια στελέχη υψηλής εξειδίκευσης εξαιτίας κυρίως της εκρηκτικής αύξησης της ανεργίας, απασχολούν εργαζομένους κατά πλειοψηφία ανειδίκευτης και μέσης εκπαίδευσης εργασίας με ό,τι αρνητικά συνεπάγεται για την προοπτική τεχνολογικής – καινοτομικής αναβάθμισης και ποιοτικής ανασυγκρότησης της ελληνικής και της μεσογειακής οικονομίας.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ