ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΜΗ ΣΥΜΦΩΝΗΣΩ
ΜΕ ΤΟΝ Κ. ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟ
ΟΤΙ ΤΟ ΠΟΛΥΣΥΖΗΤΗΜΕΝΟ ΚΑΙ
ΜΗ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ
«ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ» ΟΥΤΕ ΑΡΧΙΖΕΙ
ΟΥΤΕ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΜΕ ΤΗ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ
΄30 ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΣΤΟΥΜΕ
ΠΩΣ «”Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ” ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ
ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΕΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ» ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΕΙΚΩΣ
ΜΙΑ ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΤΙΚΗ ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ.
ΚΑΙ ΑΥΤΟ, ΠΑΡ΄
ΟΤΙ ΣΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΤΟΥ Β. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΞΟΡΓΙΣΑΝ,
ΔΙΑΒΛΕΠΩ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ
Τα έργα είναι προϊόντα των καιρών τους, του πολιτισμικού πλαισίου μέσα στο οποίο παράγονται και του κοινού (οσοδήποτε ετερογενούς) στο οποίο απευθύνονται. Αυτό εξηγεί νομίζω επαρκώς γιατί το έργο του Καβάφη είναι «διασπορικό», «πολυ-πολιτισμικό», «αντι-εξουσιαστικό» (συν πλείστα άλλα επίθετα σε-ικός) και ανοιχτό σε διαφόρων τύπων αναγνώσεις (και άρα πιο «διαχρονικά μοντέρνο») απ΄ ό,τι το έργο των Ελύτη και Σεφέρη, σύμφωνα πάντα με τις συγκρίσεις που υιοθετεί ο Β. Λαμπρόπουλος (Βιβλιοδρόμιο, 18/2/08). Το να χωριζόμαστε όμως σε ομάδες του τύπου «Σεφερολάγνοι» (ορολογία του κ. Λαμπρόπουλου) εναντίον Καβαφιστών, υποβιβάζει τη συζήτηση σε επίπεδο γηπέδου. Παράλληλα, το να πριμοδοτούμε έναν ποιητή (οσοδήποτε σημαντικό και πολυμεταφρασμένο στο εξωτερικό- κυρίως αυτό!) εις βάρος κάποιου άλλου, ή τη «μεταμοντέρνα» ή όπως αλλιώς μπορεί να λέγεται πεζογραφία, η οποία «αποδομεί […] το καθεστώς του ομοιογενούς και ελλαδοκεντρικού ελληνισμού» (Βιβλιοθήκη) εις βάρος της υπόλοιπης-που μπορεί να είναι πιο συντηρητική ιδεολογικά ή πιο παραδοσιακή αφηγηματικάείναι σαν να αντικαθιστούμε απλώς τον υπάρχοντα κανόνα με έναν δικό μας, κατά τα προσωπικά μας γούστα και κριτήρια. Ψυχραιμία παιδιά! Ο καθείς με τα όπλα του (παρ΄ ότι κινδυνεύω εδώ να καταχωρηθώ αμετάκλητα στους πιο φανατικούς Ελυτολάγνους)!

Kατά τα άλλα και σε σχέση με ένα ακόμη σχόλιο του κ. Γεωργουσόπουλου, προσωπικά δεν έχω αντίρρηση το έργο του Καβάφη (ή οποιουδήποτε άλλου) να εξετάζεται και μέσα από τις «ερωτικές ιδιαιτερότητες» του δημιουργού του, εφόσον προσφέρεται για μια τέτοια προσέγγιση. Το να την κάνουμε σημαία όμως ως τη μόνη επαρκή προσέγγιση (δεν αναφέρομαι εδώ στενά και απαραίτητα στον κ. Λαμπρόπουλο) είναι αν μη τι άλλο ευνουχιστικό (για να μην πω απλώς του συρμού). Ο Καβάφης είναι ένας σημαντικότατος Έλληνας (ή «ελληνικός», σύμφωνα με τον κ. Λαμπρόπουλο) ποιητής για άπειρους λόγους, και θα παραμείνει εξίσου σημαντικός είτε ήταν είτε δεν ήταν ομοφυλόφιλος!

Ωστόσο, παρ΄ ότι ως κριτικός συμφωνώ με την αρχή της διαθεσιμότητας του λογοτεχνικού έργου σε πάσα ερμηνεία και προσέγγιση, ως συγγραφέας μάλλον έχω κάποιες επιφυλάξεις. Προσωπικά, και εφόσον η μελλοντική κριτική μού κάνει την ύψιστη τιμή να ασχοληθεί με τα γραφτά μου, θα ήθελα να ασχοληθεί με αυτά και μόνο, και όχι με τα άπλυτα ή πλυμένα σεντόνια του κρεβατιού μου. Τουλάχιστον εγώ έχω τη δυνατότητα να εκφράσω αυτήν την επιθυμία, την οποία δυστυχώς ο αείμνηστος Καβάφης για παράδειγμα δεν διαθέτει πια. Δεν αμφισβητώ το γεγονός ότι ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος, δεν θεωρώ όμως ότι οι πιθανώς λεσβίες, αμφοτερόφυλες, βιτσιόζες ή στρέιτ ηρωίδες μου θα πρέπει απαραίτητα να καθρεφτίζουν εμένα και να «φωτίζονται» μέσα από τα βιογραφικά μου στοιχεία.

ΥΓ: Ομολογουμένως δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κατά πόσο ο Βασίλης Λαμπρόπουλος αποτελεί την Αννίτα Πάνια της Νεοελληνικής Φιλολογίας, αλλά φοβάμαι ότι το ύφος και το ήθος του κειμένου του κ. Γεωργουσόπουλου το οποίο πυροδότησε τον «διάλογο» αυτόν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα λόγου των τοκ σόου που ο ίδιος επιχειρεί εμμέσως να στηλιτεύσει. Δυστυχώς, το πρόβλημα που τέθηκε δεν είναι το πολυσυζητημένο (εύχομαι ολόψυχα όχι σε τηλεπαράθυρα) ζήτημα της «ελληνικότητας» αλλά, κατά τη γνώμη μου, το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα- και μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση ανάμεσα σε σοβαρά μέλη αυτής που καλόπιστα θα ονομάζαμε σύγχρονη ελληνική ιντελιγκέντσια». Κρίμα, γιατί έχω διαβάσει υπέροχα κείμενα από τον κ. Γεωργουσόπουλο που μόνο «λύματα» δεν αποτελούν.

Η Ελένη Γιαννακάκη είναι πεζογράφος και διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στην Οξφόρδη ως Research fellow και μέλος του St Cross College.