Το ISIS φέρεται να έχει χάσει ένα 47% των εδαφών του στο Ιράκ και ένα 20% των εδαφών του στη Συρία. Βλέποντας το όνειρο του «χαλιφάτου» να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του, επιχειρεί μια διασπορά της τζιχάντ, ενθαρρύνει κάθε μουσουλμάνο, όπου κι αν βρίσκεται, να χτυπήσει τους «αποστάτες» και τους «απίστους» μπαίνοντας σε μια λογική αποκάλυψης και μαζικής καταστροφής. Ολα αυτά τα γνωρίζουμε. Το ερώτημα που γίνεται επιτακτικότερο από ποτέ μετά την επίθεση της 14ης Ιουλίου με τους 84 νεκρούς στη Νίκαια, αλλά και την επίθεση ενός 17χρονου αφγανού πρόσφυγα με τσεκούρι σε ένα γερμανικό τρένο την περασμένη Δευτέρα, είναι το εξής: στην εποχή του ISIS, ποιος είναι τρομοκράτης και ποιος είναι απλώς ψυχολογικά διαταραγμένος;

Η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε την ευθύνη και για τις δύο αυτές επιθέσεις. Ειδικοί έσπευσαν να επισημάνουν πως μέχρι σήμερα ουδέποτε είχε διεκδικήσει καιροσκοπικά την ευθύνη για κάποιο χτύπημα. Οπως επισημαίνει ωστόσο στο περιοδικό «Le Point» η γαλλίδα πολιτολόγος και ερευνήτρια του Ισλάμ Μιριάμ Μπενραάντ, της αρκεί να έχει γίνει στο όνομά της προκειμένου να θεωρήσει τον δράστη «μαχητή» της. Γιατί μέχρι στιγμής δεν έχει προκύψει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει πως η επίθεση στη Νίκαια ή και εκείνη στη Γερμανία οργανώθηκαν από τα «κεντρικά» της οργάνωσης –όπως συνέβη με τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι ή της 22ας Μαρτίου στις Βρυξέλλες.

Ο ίδιος ο γάλλος γενικός εισαγγελέας Φρανσουά Μολέν έκανε έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε δύο τύπους δραστών: τα μέλη μιας δομημένης οργάνωσης και τα άτομα με ιδιαίτερα βίαιη προσωπικότητα που «λαμβάνουν το μήνυμα» να επιτεθούν, όπως χαρακτηριστικά είπε.

Γνωρίζουμε πλέον πως ο 31χρονος Τυνήσιος που χίμηξε με ένα φορτηγό 19 τόνων στην Promenade des Anglais ήταν ένας άνδρας βαθιά διαταραγμένος και υπερ-βίαιος, που προετοίμαζε μεν μήνες την πράξη του και είχε, όπως αποκαλύπτεται, συνεργούς και υποστήριξη, αλλά ριζοσπαστικοποιήθηκε σχετικά πρόσφατα. Είναι αυτό που ο γάλλος ψυχαναλυτής Φετί Μπενσλαμά περιγράφει ως «συνάντηση μιας ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας και της ιδεολογίας του τρόμου».

Για τον Μπενσλαμά, δεν είναι η θρησκεία που ενδιαφέρει αυτά τα άτομα αλλά μόνο η θυσιαστική της διάσταση. «Το ISIS και ο τζιχαντισμός», λέει στους «New York Times» λιγότερο γλαφυρά ο Ντάνιελ Μπένζαμιν, πρώην συντονιστής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «έχουν γίνει ένα είδος καταφυγίου για κάποιους ανισόρροπους που αποφασίζουν ότι μπορούν να εξιλεωθούν για τις κατεστραμμένες ζωές τους πεθαίνοντας στο όνομα ενός αγώνα».

Οπότε; Τι μπορούμε να κάνουμε; Μια μεγάλη συζήτηση έχει αρχίσει στη Γαλλία γι’ αυτό το θέμα, πίσω από τον πόλεμο που μαίνεται σε πολιτικό επίπεδο για την (αν)επάρκεια των μέτρων ασφαλείας το μοιραίο βράδυ στη Νίκαια. «Η απάντηση της κυβέρνησης –μια ενίσχυση της αστυνόμευσης και μια παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης –δεν μπορεί να είναι η μόνη λύση» δήλωσε στη «Monde» ο γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Ραφαέλ Λιοζιέ. «Προκειμένου να προληφθούν τέτοιου είδους επιθέσεις, χρειάζεται μια πραγματική πολιτική συλλογής πληροφοριών. Υπερ-στοχευμένη, αλλά υπερ-μυστική. Κυρίως όμως, επειδή το Ιντερνετ αλλάζει ριζικά τα θεμελιώδη δεδομένα της τρομοκρατίας, χρειάζεται ένα ευρωπαϊκό παρατηρητήριο, με ειδικούς στο Ιντερνετ, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους κ.ο.κ. ώστε να κατανοήσουμε πώς χτίζονται αυτές οι ταυτότητες, ιδιαίτερα οι δυσαρέσκειες και τα μίση».

«Δεν μπορούμε να φακελώσουμε όλους τους καταθλιπτικούς. Προς το παρόν, οφείλουμε να υιοθετήσουμε μια ρητορική εθνικής ενότητας και να πούμε πως κανένα κόμμα δεν έχει το μυστικό κλειδί για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας», αντιτείνει η γαλλίδα ιστορικός και ψυχαναλύτρια Ελιζαμπέτ Ρουντινεσκό. «Οσο για τα υπόλοιπα, δεν έχω έτοιμες απαντήσεις. Ο Φρόιντ έλεγε πως ο μόνος τρόπος να καταπολεμηθεί η ενόρμηση του θανάτου είναι ο πολιτισμός και η λογική. Αυτό παραμένει αλήθεια και σήμερα».
Ο «εξευγενισμός»

Το μόνο που διαφοροποιεί στα μάτια του γάλλου ψυχαναλυτή Φετί Μπενσλαμά τον 31χρονο δράστη της επίθεσης στη Νίκαια από τον πιλότο της Germanwings που συμπαρέσυρε στον θάνατο 149 ανθρώπους στις 24 Μαρτίου του 2015 είναι πως ο πρώτος «αναζήτησε μια ελάχιστη ιδεολογικο-θρησκευτική «υπεραξία», που «εξευγένισε» το έγκλημα προσφέροντάς του μια επιπλέον απόλαυση».