Το κοντράστ δεν θα μπορούσε να γίνει πιο έντονο. Μόλις λίγες ώρες αφότου ο Λευκός Οίκος άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο επίσκεψης του Μπαράκ Ομπάμα στην Αβάνα και του Ραούλ Κάστρο στην Ουάσιγκτον, το Κρεμλίνο ανακοίνωσε ότι προσκάλεσε τον βορειοκορεάτη δικτάτορα Κιμ Γιονγκ Ουν στις τελετές μνήμης για την 70ή επέτειο, τον ερχόμενο Μάιο, της ήττας της ναζιστικής Γερμανίας από τη Σοβιετική Ενωση κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Την ώρα που δύο μακροχρόνιοι εχθροί, οι ΗΠΑ και η Κούβα, ανακοίνωναν την αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων, ο Βλαντίμιρ Πούτιν επέμενε ακόμα μία φορά ότι η Δύση προσπαθεί να καταστρέψει τη Ρωσία –και η ΕΕ χαρακτήριζε διά στόματος του Ντόναλντ Τουσκ, του νέου προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τη Ρωσία «στρατηγικό πρόβλημά» της. Ενα ιστορικό άνοιγμα, μια επίφοβη εσωστρέφεια. Πολλοί αναλυτές θεωρούν όμως ήδη νόμιμο το ερώτημα: η κρίση της ρωσικής οικονομίας, η βουτιά που κάνει το ρούβλι, μπορεί να επιφέρει μια κρίση του καθεστώτος;

Η κρίση δεν οφείλεται μόνο στις απανωτές κυρώσεις που έχουν επιβάλει στη Μόσχα ΗΠΑ και ΕΕ εξαιτίας της επιθετικής πολιτικής της στην Ουκρανία· φταίει και η κατακόρυφη πτώση των τιμών του πετρελαίου, βασικού πόρου του ρωσικού προϋπολογισμού. Από τα 108 δολάρια το βαρέλι, η τιμή του πετρελαίου έχει μειωθεί κάτω από τα 60 δολάρια. Για τη Ρωσία αυτό ισοδυναμεί με μείωση της τάξης του 5% του ΑΕΠ της το 2015. Οι δυτικές κυρώσεις όμως επιβαρύνουν την κατάσταση. Τόσο σοβαρή κρίση ο ρώσος πρόεδρος δεν έχει κληθεί ποτέ άλλοτε να διαχειριστεί στα 15 χρόνια της απολυταρχίας του.

Τα κλειδιά του Πούτιν για την ηγεσία

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, υπενθυμίζει η γαλλική «Λιμπερασιόν», ανέλαβε την εξουσία το 1999, κληθείς από τον Μπόρις Γέλτσιν στο πόστο του πρωθυπουργού ως αντίδοτο στην κρίση του 1998, όταν η Ρωσία είχε αναγκαστεί να κηρύξει στάση πληρωμών. Εξελέγη πρόεδρος το 2000 και οικοδόμησε την επιτυχία του, τη δημοτικότητά του, πάνω σε δύο κίονες: τη ρωσική υπερηφάνεια, η οποία ανακτήθηκε με τίμημα χιλιάδες νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές εις βάρος των αυτονομιστών της Τσετσενίας, και την οικονομική σταθερότητα.

Μετά το χάος της περιόδου Γέλτσιν, οι Ρώσοι δέχθηκαν να θυσιάσουν σημαντικό κομμάτι των ελευθεριών τους, ιδιαίτερα της ελευθερίας της έκφρασης και της ελεύθερης συνάθροισης, σε αντάλλαγμα για την οικονομική ευημερία τους. Και όσο αυτή η οικονομική σταθερότητα δεν απειλούνταν έκλειναν τα μάτια στη διαφθορά. Ολα αυτά, όμως, μπορεί να τεθούν εν αμφιβόλω. Η ευημερία δεν ήταν αποτέλεσμα μιας οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη αλλά μιας ανέλπιστης τύχης, της αδιάλειπτης αύξησης της τιμής του πετρελαίου για μία δεκαετία και πλέον. Χάρη σε μια καλολαδωμένη προπαγανδιστική μηχανή καθώς και στην εκμετάλλευση των πιο σοβινιστικών θεμάτων, ο Βλαντίμιρ Πούτιν βλέπει ακόμα τη δημοτικότητά του στα ύψη, άνω του 80%. Εξακολουθεί λοιπόν να στηρίζεται στο χαρτί της διεθνούς συνωμοσίας που απειλεί την «Αγία Ρωσία».

Η υπόσχεση και οι αμείλικτοι αριθμοί

Κατά την ετήσια ομιλία του, την Πέμπτη, δεσμεύτηκε ότι δεν θα αφήσει ποτέ τη Δύση να καταστρέψει τη χώρα του. Παράλληλα, υποσχέθηκε, γενικά και αόριστα, να διορθώσει την οικονομία της Ρωσίας τα επόμενα δύο χρόνια. Αλλά οι αριθμοί, όταν πρόκειται για συναλλαγματικές ισοτιμίες και το χρηματιστήριο, είναι αμείλικτοι. Και οι πολυπληθείς φαν του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι παράλληλα καταναλωτές, που βομβαρδίζονται από αρνητικές ειδήσεις και μπορεί εύκολα πια να υποκύψουν σε μια οικονομία του πανικού.

Η μάχη της οικονομίας

Στη Ρωσία, χρειάζονται σήμερα δύο φορές περισσότερα ρούβλια για την αγορά ενός δολαρίου. Κι αυτό φέρνει σε δυσχερή θέση τις μεγάλες ρωσικές επιχειρήσεις, που έχουν συχνά τα χρέη τους σε δολάρια. Προκειμένου να συνεχίσουν την αποπληρωμή τους, θα πρέπει αναγκαστικά να αυξήσουν τις τιμές πώλησης σε ρούβλια. Απομένει να φανεί αν ο Πούτιν θα επιμείνει στον δρόμο μιας ανοικτής οικονομίας, που την καθιστά όμως ευάλωτη, ή αν θα συρθεί προς μια συγκεντρωτική προσέγγιση.