Ο γιος μου θέλει μια απάντηση. Είναι δέκα ετών και επιθυμεί να του πω ότι δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχεί. Είναι ένα μαύρο αγόρι, αρκετά προστατευμένο, που γνωρίζει ελάχιστα για τον κόσμο, πέρα από την ασφαλή και ήσυχη γειτονιά μας. Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά και κρέμεται από το βλέμμα μου, ικετεύοντάς με σιωπηλά να πω: όχι, αγάπη μου, δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ ανησυχείς. Οι περισσότεροι αστυνομικοί δεν είναι σαν το Ντάρεν Γουίλσον. Δεν θα πυροβολήσουν, ούτε εσένα ούτε κάποιον άλλον καθώς είσαι άοπλος και τρέχεις μακριά τους ή ακόμη και κατά πάνω τους… Τραυλίζω.

Ο γιος μου θέλει να τον καθησυχάσω και να του πω πως φυσικά θα πάει στη φυλακή ο Ντάρεν Γουίλσον. Στην ηλικία των 10 ετών μπορεί να αισθανθεί βαθιά πόσο λάθος ήταν ο φόνος του Μάικλ Μπράουν από την αστυνομία. «Θα γίνει, τουλάχιστον δίκη, έτσι δεν είναι μαμά;». Ο γιος μου κάνει μια απλή ερώτηση κι εγώ γνωρίζω την απάντηση.

Ως δικηγόρος με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα, γνωρίζω πολύ καλά ότι αστυνομικός Ντάρεν Γουίλσον δεν θα δικαστεί ούτε θα πάει στη φυλακή. Το σύστημα είναι νόμιμα φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο ώστε φτωχοί άνθρωποι που κρίνονται ένοχοι για ήσσονος σημασίας εγκλήματα να καταδικάζονται τακτικά σε δεκαετίες κάθειρξης ενώ λευκοί αστυνομικοί που σκοτώνουν άοπλους μαύρους σχεδόν ποτέ να μη βαρύνονται με κατηγορίες και να μην εκτίουν ποινή στη φυλακή.

Ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσω, κοιτάζω τον γιο μου στα μάτια κι αρχίζω να του λέω ψέματα: «Μην ανησυχείς, αγάπη μου, δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς. Σε σένα δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ κάτι ανάλογο». Το πρόσωπό του φωτίζεται καθώς μου λέει ότι συμπαθεί τους αστυνομικούς και πως πάντα τους χαιρετά στη γειτονιά και εκείνοι του ανταποδίδουν τον χαιρετισμό. Κυριαρχεί η αθωότητά του. Είναι γεμάτος ανακούφιση και χαρά που ζει σ’ έναν κόσμο όπου μπορεί να θεωρεί δεδομένο ότι οι άνθρωποι εμπιστεύονται την αστυνομία για να τους προστατεύει μ’ ένα χαμόγελο κι έναν χαιρετισμό.

Το πρόσωπό μου είναι κόκκινο από την έξαψη. Ντρέπομαι που αναγκάστηκα να πω ψέματα. Και είμαι θυμωμένη. Είμαι θυμωμένη που πρέπει να πω στον γιο μου ότι υπάρχει λόγος ν’ ανησυχεί. Είμαι θυμωμένη που πρέπει να του πω ότι ο Ντάρεν Γουίλσον δεν θα παραπεμφθεί σε δίκη γιατί οι λευκοί αστυνομικοί σχεδόν ποτέ δεν παραπέμπονται σε δίκη όταν σκοτώνουν άοπλους μαύρους. Πρέπει να του το πω τώρα. Πριν τ’ ακούσει στο σχολικό ή το δει στις ειδήσεις, ότι πολλοί άνθρωποι στην πόλη του Μάικλ Μπράουν θα είναι επίσης πολύ θυμωμένοι, γεμάτοι πόνο, λύπη και οργή, σε τέτοιο βαθμό που ενδέχεται ν’ αντιδράσουν κάνοντας πράγματα που δεν θα έπρεπε, όπως να βάλουν φωτιές, να σπάσουν παράθυρα, ν’ αρχίσουν καβγάδες.

Αρχίζω να του λέω την αλήθεια και το πρόσωπό του συσπάται. Η αθωότητα εξαφανίζεται και τα μάτια του λάμπουν, αρχικά από φόβο και στη συνέχεια από θυμό. «Οχι», εκρήγνυται, «πρέπει να γίνει μια δίκη! Αν σκοτώσεις έναν άοπλο άνθρωπο, δεν δικάζεσαι τουλάχιστον;».