Μια απόφαση-σταθμό, με προεκτάσεις πολιτικές και αντίκτυπο κοινωνικό και επιχειρηματικό καλείται να λάβει η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, από την οποία εξαρτάται η επόμενη μέρα στο τηλεοπτικό τοπίο.

Ωστόσο, χθες η πολυαναμενόμενη διάσκεψη των ανώτατων δικαστών διεκόπη πριν καλά καλά συμπληρωθεί η πρώτη ώρα, ενώ άγνωστο παραμένει πότε θα επανέλθουν για να αρχίσουν ουσιαστικά από μηδενική βάση την κατά γενική ομολογία κρίσιμη συνεδρίασή τους.
Η μικρή διάρκεια της διάσκεψης αποδόθηκε από δικαστικές πηγές σε εντάσεις που επικράτησαν πίσω από τις κλειστές πόρτες της αίθουσας στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Κάποιοι μάλιστα απέδιδαν όσα συνέβησαν σε μια άτυπη τοποθέτηση του προέδρου για τη σοβαρότητα και την κρισιμότητα της υπόθεσης.

Η ανακοίνωση

Λίγη ώρα μετά την αιφνιδιαστική διακοπή της διάσκεψης ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Νίκος Σακελλαρίου με μια «ασυνήθιστη» γραπτή ανακοίνωσή του έδωσε τη δική του απάντηση. «Ενόψει του κλίματος, το οποίο επιχειρείται να διαμορφωθεί τις τελευταίες ιδίως ημέρες από δημόσιες τοποθετήσεις και εκδηλώσεις ως προς την έκβαση της διασκέψεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου υποθέσεις των τηλεοπτικών αδειών, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι θα πρέπει να ματαιωθεί η προγραμματισθείσα διάσκεψη». Στο ίδιο κλίμα ήταν και η ανακοίνωση των δικαστικών λειτουργών του ΣτΕ επισημαίνοντας πως όσα αντίθετα αναφέρονται στον Τύπο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Η δημοσιοποίηση της επίσημης ανακοίνωσης του προέδρου του ΣτΕ θεωρήθηκε από ανώτατες δικαστικές πηγές τουλάχιστον «ασυνήθιστη». Οι ίδιες πηγές μάλιστα τόνιζαν με νόημα πως δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που η Δικαιοσύνη και δη το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται με μια απόφαση να δώσει λύσεις σε μείζονα νομικά ζητήματα που συνδέονται άμεσα με την πολιτική ζωή του τόπου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το διαμορφούμενο κλίμα εκτός των θυρών του ΣτΕ και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα έπρεπε να οδηγήσουν σε ματαίωση της διάσκεψης.

Ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο πρόεδρος από έδρας κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, τον περασμένο Ιούλιο, σε μια δημόσια παρέμβασή του είχε στείλει μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ξεκαθαρίζοντας ότι «οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφαίνονται με πλήρη ανεξαρτησία και πνεύμα ουδετερότητας, δεν καθοδηγούνται, δεν επηρεάζονται ούτε υποκύπτουν σε πιέσεις, από όπου κι αν αυτές προέρχονται, ούτε βεβαίως πτοούνται από προσωπικές και ανοίκειες επιθέσεις, αλλά επιτελούν το υπηρεσιακό τους καθήκον ανεπηρέαστοι και με τη δέουσα υπευθυνότητα. Ματαιοπονούν λοιπόν όσοι προσπαθούν για το αντίθετο».

Η επόμενη μέρα

Με βάση τα νέα δεδομένα, τα βλέμματα όλων τώρα στρέφονται στην επόμενη διάσκεψη των δικαστών του ΣτΕ. Μια διάσκεψη που, τουλάχιστον επί του παρόντος, παραμένει άγνωστο πότε θα συγκληθεί. Κάποιοι μάλιστα δεν απέκλειαν για να μην επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό οι ανώτατοι δικαστές να ειδοποιηθούν μόλις 24 ώρες νωρίτερα, γεγονός επίσης ασύνηθες. Οποτε κι αν γίνει αυτή, οι 30 ανώτατοι δικαστές θα κληθούν να κρίνουν αν ο νόμος Παππά είναι συνταγματικός ή αντισυνταγματικός.

Εκτός από αυτό το κλασικό δίπολο, υπάρχει τρίτος δρόμος στον οποίο μπορούν να οδηγηθούν οι δικαστές. Σε θεωρητικό επίπεδο, έχουν το δικαίωμα να μην προχωρήσουν στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, αλλά να απορρίψουν τις προσφυγές ως απαράδεκτες. Επιπλέον, αν κάποιο από τα αιτήματα των προσφυγών συνδέεται με εφαρμογή Κοινοτικού Δικαίου μπορούν, όπως είχε γίνει στο παρελθόν με την υπόθεση του βασικού μετόχου, να στείλουν σχετικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Δικαστικές πηγές πάντως επισημαίνουν ότι στο παρελθόν η Ολομέλεια του ΣτΕέχει δώσει δείγματα γραφής για την αναγκαιότητα και τον ρόλο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασηςστο κομμάτι της αδειοδότησης. Θέμα που αποτελεί και εδώ το κυρίαρχο ζητούμενο. «Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθενται σε ανεξάρτητη Αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης» ανέφεραν στο σκεπτικό της απόφασής τους οι ανώτατοι δικαστές όταν κλήθηκαν να κρίνουν άλλη μία ιστορία με πολιτικό αντίκτυπο, που δεν ήταν άλλη από το κλείσιμο της ΕΡΤ.

Ο ρόλος του ΕΣΡ

Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Οτι το ανώτατο δικαστήριο της χώρας στην πλήρη σύνθεσή του έχει αποφανθεί ήδη και μάλιστα δύο φορές την τελευταία διετία για το ποιος έχει την αρμοδιότητα χορήγησης των τηλεοπτικών αδειών, επισημαίνοντας ξεκάθαρα ότι αυτή εκ του Συντάγματος ανήκει στο ΕΣΡ και επ’ ουδενί στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Με τον τρόπο αυτό το ΣτΕ έχει διαμορφώσει την πρόσφατη νομολογία του, όριο που δεν εμποδίζει όμως τους ανώτατους δικαστές να το ξεπεράσουν ή να το αναμορφώσουν κρίνοντας τα δεδομένα χαρακτηριστικά –τυπικά, νομικά και ουσιαστικά –της συγκεκριμένης υπόθεσης. «Αν επρόκειτο για μια συνηθισμένη υπόθεση θα ήταν πολύ δύσκολο να αλλάξει η νομολογία του δικαστηρίου, που είναι και πολύ πρόσφατη» έλεγε χαρακτηριστικά στα «ΝΕΑ» ανώτατος δικαστικός λειτουργός αφήνοντας όμως, με τον τρόπο αυτό, όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.

Ολα τα παραπάνω θα αποδειχθούν κενό γράμμα αν η Ολομέλεια του ΣτΕ κρίνει τον νόμο συνταγματικό χωρίς αστερίσκους, απορρίπτοντας τις αιτήσεις ακύρωσης. Αρκετοί νομικοί υποστηρίζουν ότι το ΣτΕ έχει δώσει τον τόνο με την κρίση του επί των αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων που ήδη έχουν απορριφθεί στο σύνολό τους.

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείαςθα εξετάσει και θα αποφανθεί για τις προσφυγές που έχουν καταθέσει οι εκπρόσωποι των τηλεοπτικών σταθμών Mega Channel, Antenna, Alpha, Sκάι, Star Channel και Epsilon TV (Ε-TV), καθώς και της Ενωσης Ιδιοκτητών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας.