Χορεύοντας με τους λύκους

Κουίζ ταραγμένων ημερών για… ήρεμους λύτες: θα γίνει κάτι με τις 193 πράξεις αγορών, διπλοαγορών, πληρωμών και συναλλαγών, άνω των 3.000 ευρώ καθεμία, που δεν πέρασαν καν – όπως είναι το νόμιμο – από το Διοικητικό Συμβούλιο δημόσιου πολιτιστικού οργανισμού και τις καλύπτει άκρα σιωπή; Ή για τις προσλήψεις; Οι ευρόντες

την απάντηση θα χρισθούν υπουργοί Πολιτισμού.

Η μονάδα ή η κοινωνία; Τελικά ποιο έχει σημασία στο μόνο έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που ο ίδιος χαρακτήρισε «τραγωδία». Στον «Ματωμένο γάμο», δηλαδή. Που στο τρίτο σχεδίασμα από τον πρόωρα χαμένο ισπανό ποιητή αποφάσισε να δουλέψει –ώς το μεδούλι –και να ανεβάσει στο Από Μηχανής Θέατρο (από 12 Φεβρουαρίου)ο δραστήριος Κωνσταντίνος Ντέλλας. «Δίνουμε έμφαση στον όρο της κοινότητας, ώστε να δούμε τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει κάτι το οποίο δεν μπορεί να ορίσει το άτομο και είναι στη φύση του» ξεκινάει να μου εξηγεί ο σκηνοθέτης, που δίνει το στίγμα της παράστασής του, με τον όρο «χωμάτινος λυρισμός». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο μουσικός Cayetano (ο Θεσσαλονικιός Γιώργος Μπρατάνης), που πρώτη φορά γράφει –μάλλον συνέγραψε σε συνεννόηση με τον Κωνσταντίνο Ντέλλα –νότες πάνω στην ίδιας κατεύθυνσης απόδοση του Δημήτρη Τσεκούρα, με την επιστημονική συμβολή της Βασιλικής Βέλλιου. Οι ήρωες, λέει ο σκηνοθέτης, βρίσκονται σε μια διαρκή απορία. «Μιλάνε κι απορούν. Σε αυτό το έργο όμως δεν υπάρχει τίποτα το συμπερασματικό, όπως και στην αρχαία τραγωδία. Οι άνθρωποι παλεύουν με την ίδια τους τη φύση».

Εν δυνάμει ο… άλλος. Ολοι οι ήρωες του «Ματωμένου γάμου» το έχουν αυτό. «Δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς. Είτε σηματοδοτείται η ελπίδα είτε ο ψυχαναγκασμός. Είναι νομοτελειακά τα πράγματα». Στο τρίτο σχεδίασμα που επέλεξε ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, πιστεύει ότι το στοιχείο της κοινότητας είναι πολύ ισχυρό. Σε ένα έργο μετέωρο στον χωροχρόνο, άχρονο (όπως το «ντύνουν» ο σκηνογράφος Ανδρέας Σκούρτης και η ενδυματολόγος Κωνσταντίνα Μαρδίκη), σε ένα «παρόν που φέρει το παρελθόν και έχει ροπή προς το μέλλον». Επίκαιρο λοιπόν και διαχρονικό. «Στον Λόρκα», σημειώνει, «οι γυναίκες είναι αρχαίες» (καθώς είναι και αποτυπώσεις Χορού αρχαίας τραγωδίας, που φέρνουν τα νέα από έξω). Εξού και μεγαλύτερες σε ηλικία από τους άνδρες ηθοποιούς (παίζουν οι Βασίλης Βηλαράς, Μαρία Κοσκινά, Ζωή Ξανθοπούλου, Φανή Παναγιωτίδου, Αποστόλης Ψαρρός), ανεξαρτήτως ρόλου. «Η τραγωδία», καταλήγει, «έχει δομημένη ισορροπία εγκεφάλου και σώματος. Δεν νικάει κανένα από τα δύο. Νικάνε και τα δύο». Εκείνο που, παράλληλα, νικάει τον χρόνο είναι ο εξαιρετικός «Ελλην βρυκόλαξ» του Ντέλλα, ένα «ταξίδι έρευνας στη μεσαιωνική και νεότερη ελληνική γραμματεία», που είχε πρωτοπαρουσιαστεί στο Μουσείο Μπενάκη και στο Δημοτικό Πειραιάκαι θα επανέλθει –το καλοκαίρι –σε ανά την Ελλάδα μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς και από τις αρχές Οκτωβρίου στο Αρχείο του Ιδρύματος για κάποιες παραστάσεις. Συμπληρωμένος και σε κείμενα και σε ηθοποιούς.

«Σαν ένοχος για τη μέρα που πέρασε και δεν άλλαξε τίποτα, σαν τη μέρα που θα ‘ρθει και θα κάνει πάλι, θα τον ξανακάνει τον ίδιο δρόμο…». Η ενοχή της μονάδας –του «Ντέτεκτιβ» της μικρής, παράξενης πόλης –ή της μικρής κοινωνίας; Ο Δημήτρης Χατζής είχε εμφορήσει με αυτή την ενοχή το εμβληματικό του «Τέλος της μικρής μας πόλης», ένα μέρος του οποίου ανεβάζει στη σκηνή του νεανικού Skrow, στο Αλσος Παγκρατίου, ο νεαρός σκηνοθέτης Μάνος Στεφανάκης. «Είναι πολιτικός αγώνας η παρουσία μας στη γη» λέει με αφορμή τούτο τον πρωτόπλαστο (θεατρικά) «Ντέτεκτιβ». Μιλώντας και για την ενοχή και το ερώτημά της που τον καίει, παρατηρώντας το σημερινό γύρω. Με άξονα την ιστορία –κατά Χατζή –του Θεοδωράκη, «του επιλεγόμενου ντέτεκτιβ, αριστούχου γυμνασίου και λάτρη των αστυνομικών μυθιστορημάτων, που περιμένει τον διορισμό του σε θέση γραφέως» μέσα σε ένα τέλμα απραξίας, μέχρι που τον συγκλονίζει ένας μυστηριώδης θάνατος και κάνει τη διαλεύκανσή του σκοπό ζωής, παλεύοντας με την ιδέα της γενικής αναγνώρισης από τη μικρή κοινωνία. Μέσα σε ενοχές για την «ασφυκτική κανονικότητα» της μικρής πόλης. «Οι ήρωες μοιάζουν να είναι κομμάτια του ιδίου» παρατηρεί ο σκηνοθέτης που καθοδήγησε τις Γιούλη Καρναχωρίτη και Ιφιγένεια Μακρή στην πρωτότυπη παράσταση, βασισμένη όπως αρκετές τα τελευταία χρόνια σε ένα αφηγηματικό κείμενο. Με μια σπίθα «θεάτρου εν τη γενέσει» του, όπως στη «Μαζώχτρα» του Αργύρη Εφταλιώτη και τον «Αυτόχειρα» του παραγνωρισμένου Μιχαήλ Μητσάκη (100 χρόνια από τη γέννησή του, φέτος), κατά Κώστα Παπακωνσταντίνου, ή στον «Μίχαελ Κούλχαας» του Χάινριχ φον Κλάιστ και της ομάδας Τρις.