Με πρώτη εμφάνιση στην «Ινέπολη» του Νικόλαου Ντάβα, παραγωγής 1996 (που είχε τότε κοπεί στο πληροφοριακό τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και άφησε ιστορία για την επεισοδιακή της –αξέχαστη για όσους ήμασταν εκεί –πρώτη προβολή), η πορεία της Βικτώριας Χαραλαμπίδου μόνο ανοδική θα μπορούσε να είναι. Κι όμως, η ηθοποιός δείχνει να κάνει μόνο εντυπωσιακά άλματα χρόνο με το χρόνο. Ξεκινάμε από τις «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη, που αποτέλεσε την πρώτη του προσπάθεια στον χώρο της «υπερπαραγωγής». Προσπάθεια που απέδωσε καρπούς και αποτέλεσε, κατά κάποιον τρόπο, ένα γύμνασμα του σκηνοθέτη τους, που στη συνέχεια θα προχωρούσε στην πολύ πιο ολοκληρωμένη (και συνεπώς εμπορικά πετυχημένη) «Μικρά Αγγλία». Οσο για τους δύο πρωταγωνιστές του πρώτου φιλμ, τον Ντέμιαν Λιούις και τη Βικτώρια Χαραλαμπίδου (που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της), ο πρώτος θα γινόταν σύντομα φίρμα μέσω της μικρής οθόνης –αν και δεν πρέπει να λησμονούμε την εξαιρετική του εμφάνιση στο αριστουργηματικό φιλμ του Λοτζ Κέριγκαν «Keane» που προηγήθηκε του φιλμ του Βούλγαρη. Η Βικτώρια Χαραλαμπίδου, πάλι, δείχνει να κάνει τώρα το μεγάλο της βήμα. Οχι πως δεν άφησε ένα κάποιο στίγμα και στην ελληνική τηλεόραση. Στο «Ετσι ξαφνικά» της Μιρέλας Παπαοικονόμου, που προβλήθηκε στο Mega, πρωταγωνίστησε πλάι στον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και τον Αιμίλιο Χειλάκη, ενώ τα μηχανάκια της τηλεθέασης βαρούσαν υπερωρίες σε κάθε προβολή –αν και το σημαντικότερο γεγονός όλων έλαβε χώρα πίσω από τις κάμερες, στα γυρίσματα της σειράς στα Κύθηρα, όταν δηλαδή η ηθοποιός γνώριζε τον ελληνοαυστραλό σκηνοθέτη Πήτερ Κλαυδιανό και άφηνε την Ελλάδα για να τον ακολουθήσει στην Αυστραλία το 2005.

Η ίδια βέβαια είναι μαθημένη στα ταξίδια από μικρή: Γεννημένη στο Λένινγκραντ της Σοβιετικής Ενωσης το 1971 («Η μαμά σπούδαζε. Ο μπαμπάς δούλευε. Με στείλανε στη γιαγιά Ελισάβετ και τον παππού Ανέστη στο Καζακστάν, όπου παρέμειναν μετά την εξορία του 1949» θυμάται η ίδια), δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πολύ πριν πάρει τη μεγάλη απόφαση.

Στην Αυστραλία εκπροσωπείται από το γραφείο Mollison Keightley Management και αρχίζει να δουλεύει παράλληλα στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Την ίδια στιγμή ξεκινά να διδάσκει Ιστορία Θεάτρου και Υποκριτική στη Σχολή Θεάτρου στο Σίδνεϊ, ενώ ενδιαμέσως θα κάνει και ένα πέρασμα από το «Ψυχή βαθιά» του Βούλγαρη. Αρχίζει να γράφει για το θέατρο και το πρώτο της έργο επιλέγεται για το Εθνικό Φεστιβάλ Θεάτρου. Ακολούθως ιδρύει τη δική της εταιρεία παραγωγής και το ανεβάζει στο Associate Writer Griffin Τheatre. Λίγο καιρό μετά θα αναλάβει την αξιολόγηση θεατρικών έργων για τα βραβεία νέων θεατρικών κειμένων Patrick White Awards για το STC (Sydney Theatre Company) που τελεί υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της Κέιτ Μπλάνσετ.

Αναπόφευκτο ήταν να «συναντηθεί» και με το έργο του Χρήστου Τσιόλκα, του ελληνοαυστραλού συγγραφέα που με τα ηχηρά βιβλία του επιμένει να φωτίζει τις σκοτεινές γωνίες μιας κοινωνίας που στα μάτια των χτυπημένων από την κρίση Ελλήνων φαντάζει ουτοπική. Πίσω απ’ αυτόν, μία ακόμη ιστορία μετανάστευσης: Ο πατέρας του ξεκίνησε από χωριό της Στερεάς Ελλάδας για να βρεθεί σε στρατόπεδο μεταναστών στην Αυστραλία το ’55, έτοιμος για οποιαδήποτε εργασία. Πέρασε από ένα ορυχείο στο Κουίνσλαντ αλλά και από ένα υδροηλεκτρικό φράγμα στην Τασμανία, πάντα ως χέρι εργατικό, μέχρι να καταλήξει στη Μελβούρνη.

Το «Μπαρακούντα» του τελευταίου είναι άλλο ένα από τα βιβλία του που κάνουν το πέρασμα στη φιλμογραφημένη μυθοπλασία. Την αρχή είχε κάνει η Αννα Κόκκινος το 1998 σκηνοθετώντας το «Κατά μέτωπο» («Head on») που είχε προβληθεί με επιτυχία στις «Νύχτες Πρεμιέρας», ποντάροντας στο στοιχείο της πρόκλησης (δοσμένης πάντα με έναν αστικό λυρισμό), ενώ η «Νεκρή Ευρώπη» που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2012 (εκεί εμφανιζόταν η εξαίσια Αλεξία Καλτσίκη) αποτέλεσε άλλη μια εξέχουσα πιστή μεταφορά.

Σειρά λοιπόν είχε το «Μπαρακούντα», η ιστορία ενός εργατόπαιδου που διεκδικεί μια πρωτιά στην κολύμβηση, σε μια κοινωνία που ποντάρει πολλά στην πρωτιά μα και στον αθλητισμό. Μια μεγάλη, τηλεοπτική αυτή τη φορά παραγωγή, για το δίκτυο ABC, η προβολή της οποίας ξεκίνησε στις 10 Ιουλίου, όπου η Βικτώρια Χαραλαμπίδου κατέχει τον πρώτο γυναικείο ρόλο. Το πρώτο επεισόδιο το παρακολουθεί μισό εκατομμύριο τηλεθεατές. Μέχρι να προβληθεί το δεύτερο, η σειρά έχει αγοραστεί από την αμερικανική τηλεόραση! Οσοι πάντως επιθυμούν να τσεκάρουν την υποκριτική δυναμική της, ας αναζητήσουν την ταινία μεγάλου μήκους «Thirst» παραγωγής 2012, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Κάρτερ, ένα μικρό διαμάντι που δυστυχώς δεν κατόρθωσε να περάσει τα σύνορα της χώρας του.