Δεν είναι μόνον οι ιδιότητες του συγγραφέα, φιλόλογου και δεινού μελετητή του Γιώργου Σεφέρη, του Γιώργου Γεωργή – για χρόνια μορφωτικού ακολούθου της Κυπριακής Πρεσβείας στην Ελλάδα με πολύ σημαντικό έργο – που τον κάνουν τον καταλληλότερο προκειμένου να σχολιάσει μια φωτογραφία τραβηγμένη από τον νομπελίστα ποιητή. Φτάνει να προσέξει κανείς την τελευταία πρόταση του κειμένου του για να αισθανθεί πως διάβασε το κείμενο ενός ευαίσθητου ποιητή.

Από τις 9 μέχρι τις 12 Αυγούστου 1953 τρεις μεγάλοι διαδοχικοί σεισμοί ισοπέδωσαν τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την Ιθάκη. 455 νεκροί, 21 αγνοούμενοι, χιλιάδες τραυματίες. 33.300 σπίτια στη Ζάκυνθο και 27.659 στην Κεφαλονιά καταστράφηκαν. Τα νησιά έγιναν ένας απέραντος ερειπιώνας. Στη Ζάκυνθο η πυρκαγιά που ξέσπασε στην πόλη ολοκλήρωσε την καταστροφή. Εγινε στάχτη η ονομαστή Δημόσια Βιβλιοθήκη όπου φυλάσσονταν χιλιάδες βιβλία, χειρόγραφα και άλλα κείμενα.

Το ελληνικό κράτος, τραυματισμένο από τον πρόσφατο Εμφύλιο, παρά την αρχική αδυναμία αντίδρασης, κινητοποίησε όλες του τις δυνάμεις. Παράλληλα εκδηλώθηκε συντονισμένη διεθνής αλληλεγγύη. Πρώτες έφτασαν στο Αργοστόλι οι πολεμικές ναυτικές δυνάμεις του Ισραήλ. Ακολούθησαν εκείνες της Βρετανίας, της Ιταλίας, των ΗΠΑ και άλλων χωρών. Τον κρατικό μηχανισμό και την ξένη βοήθεια συντόνιζε το υπουργείο Συντονισμού. Ανάμεσα στους ανώτερους υπαλλήλους του υπουργείου που ανέλαβαν την οργάνωση της βοήθειας ήταν ο κύπριος λόγιος Ανδρέας Ιωάννου από την Πάφο, ο οποίος μόλις είχε εκδώσει στην Αθήνα, στον Ικαρο, την «Ανθολογία κυπρίων ποιητών».

Στην Κύπρο, όπως και σε κάθε εθνική δοκιμασία, οι κάτοικοι έσπευσαν να κάνουν εράνους και να στείλουν βοήθεια στους σεισμοπαθείς. Οι εισφορές κατατίθενταν στο ελληνικό προξενείο ή αποστέλλονταν απευθείας στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο. Στην Πάφο, στην πιο απομονωμένη, απομακρυσμένη και φτωχή κυπριακή επαρχία, σήμανε παλλαϊκός συναγερμός. Σχηματίσθηκε επιτροπή που οργάνωσε εράνους στους δρόμους και από σπίτι σε σπίτι. Οι κάτοικοι συναγωνίζονταν ποιος να εισφέρει για «την ανακούφισιν των πασχόντων αδελφών». Η κινητοποίησή τους θύμιζε τον «έρανο για την αγορά της νέας «Ελλης»» και στη συνέχεια για την ενίσχυσητου του ελληνικού στρατού το 1940, όταν η Πάφος είχε πρωτοστατήσει στην ερανική κινητοποίηση.

Η μικρή Πάφος φάνηκε ως να ενόχλησε τον Εγκέλαδο, τον σκοτεινό γίγαντα στα έγκατα της Γης. Συνεχίζονταν ακόμη οι έρανοι όταν το πρωί στις 10 Σεπτεμβρίου ένας ισχυρός σεισμός έπληξε την Πάφο, 40 νεκροί, κυρίως ηλικιωμένοι και παιδιά, δεκάδες τραυματίες, χιλιάδες άστεγοι. Ολόκληρα χωριά της επαρχίας έγιναν ερείπια. Πολλά μνημεία καταστράφηκαν ή έπαθαν ζημιές. Μεγαλύτερος ήταν ο φόβος συνέχισης των σεισμών. Εντονη εκδηλώθηκε η αλληλεγγύη των κατοίκων μεταξύ τους. Τα χωριά που είχαν υποστεί λιγότερες ζημιές έστελλαν στα κατεστραμμένα φορτία ψωμί και χαλούμι. Ο άγγλος διοικητής της επαρχίας εξέφρασε τον θαυμασμό του «διά τον απόλυτον ηρωισμό και την γενναιότητα του λαού της πτωχοτάτης αυτής επαρχίας». Η Εκκλησία και οι οργανωμένοι φορείς φρόντισαν για την περίθαλψη των παιδιών, που μετακινήθηκαν σε ασφαλή μέρη, ξυπόλυτα και ρακένδυτα.

Για την ανακούφιση των σεισμόπληκτων κινήθηκαν οι υπηρεσίες της αποικιακής κυβέρνησης. Αγγλικά πολεμικά έσπευσαν στο λιμάνι της Πάφου μεταφέροντας σκηνές, κουβέρτες και τρόφιμα. Η Εκκλησία ανακοίνωσε ότι θα ενίσχυε τόσο τους Ελληνες όσο και τους Τούρκους κατοίκους. Η τουρκική κυβέρνηση έσπευσε να αποστείλει βοήθεια 5.000 λιρών, ενώ η ελληνική κυβέρνηση, με τη χώρα τραυματισμένη από τους σεισμούς, έστειλε πενταπλάσια βοήθεια σε μια περιοχή όπου το 26% ήταν Τουρκοκύπριοι. Σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα «Ελευθερία» έγραφε ανάμεσα σε άλλα:

«Ενώπιον της τρομεράς συμφοράς που έπληξε την Κύπρο, ο λαός της οποίας από της πρώτης στιγμής είχεν εκδηλώση γενναιοτάτην την αλληλεγγύην του προς τους σεισμοπλήκτους αδελφούς της Επτανήσου. Το καθήκον επιβάλλει να στραφή άσμενος και σύντονος η προσοχή και η αντίληψις και προς τας εκ της σεισμικής θεομηνίας τραγικώτατα πληγείσας Κυπριακάς περιοχάς».

Στην περίοδο των σεισμών στο Ιόνιο και στην Κύπρο ο Σεφέρης υπηρετούσε ως πρέσβης στη Βηρυτό, «στη γειτονιά του νησιού». Στα ημερολόγιά του δεν υπάρχει καμιά αναφορά στους σεισμούς. Μακριά από αυτόν παρόμοιες ευαισθησίες στις καταγραφές του. Μόνο μια υπαινικτική εγγραφή στις 20 Αυγούστου του 1953 μπορεί να συσχετισθεί με τους σεισμούς: «Κύματα βυθού της αγωνίας που σκάζουν κάποτε στον αφρό». Ανομολόγητα όμως σίγουρα οι σεισμοί στην πατρίδα της Αφροδίτης μέτρησαν στην απόφασή του να επισκεφθεί την Κύπρο το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς. Μια από τις πρώτες εξορμήσεις του, αφού οργάνωσε την εγκατάστασή του στην Αμμόχωστο, στο σπίτι του Ευάγγελου Λουίζου, ήταν η επίσκεψή του στην Πάφο το τριήμερο 20-22 Νοεμβρίου 1953. Ο Σεφέρης με τη Μαρώ μαζί με τον ξενιστή τους Ευάγγελο Λουίζο έφυγαν από την Αμμόχωστο πρωί της Παρασκευής, σταμάτησαν για λίγο στη Λεμεσό, επισκέφθηκαν το κάστρο του Κολοσσιού, το Κούριο και στη συνέχεια το ιερό της Αφροδίτης στα Κούκλια. Απόγευμα έφτασαν στο Κτήμα, όπως λεγόταν τότε η πρωτεύουσα της Πάφου. Πρωί του Σαββάτου επισκέφθηκαν το Μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου και στη συνέχεια ταξίδεψαν στο Μοναστήρι του Κύκκου. Το πρωί της Κυριακής περιηγήθηκαν την πόλη της Πάφου. Είδαν την Πλατεία Παλαμά με την μπρούντζινη προτομή του ποιητή, έργο του Μιχάλη Τόμπρου, που είχε στήσει ο δήμαρχος της Πάφου Χριστόδουλος Γαλατόπουλος, και τη διπλανή σειρά των σχολείων με τα νεοκλασικά προπύλαια, πετρόκτιστα, που είχαν πάθει τις μικρότερες ζημιές από τον σεισμό. Πέρα από τη δοκιμασία και τα ερείπια η Πάφος τον συγκίνησε. Σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Κάθε βαθειά συγκίνηση μας κάνει να σκεπτόμαστε πολλά. Βρήκα έθιμα που μόνο από παιδί είχα γνωρίσει. Σκέφθηκα παλαιούς και σεβαστούς φίλους (Παλαμά – Σικελιανό) από τον πόλεμο και δεν ξαναείδα». Το τριήμερο στην Πάφο «του έδωσε» δυο ποιήματα: «Επικαλώ τοι την Θεόν» και «Νεόφυτος ο Εγκλειστος μιλά».

Στις ημερολογιακές του καταγραφές καμιά πάλι νύξη για τους σεισμούς. Οτι όμως δεν αποτύπωσε η γραφίδα το κατέγραψε η φωτογραφική του μηχανή. Στην Κύπρο κυκλοφορούσε έχοντας κρεμασμένες στο λαιμό του μια φωτογραφική μηχανή. Πίσω από τον φακό της καταγράφηκε η συγκίνησή του. Φωτογραφίζει τις πεσμένες αρχαίες κολόνες, τα ερείπιά τους έξω από τον βυζαντινό ναό της Χρυσοπολίτισσας και τα σεισμόπληκτα παιδιά στο Μοναστήρι του Κύκκου, κακοντυμένα και ανέμελα. Είκοσι εννέα φωτογραφίες τράβηξε αυτό το τριήμερο. Πιο πολλές από οποιαδήποτε άλλη περιήγησή του στην Κύπρο.

Τον Δεκέμβριο του 2013, με αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από την έκδοση της συλλογής «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν», οργανώσαμε στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις της Πάφου μια μεγάλη έκθεση με φωτογραφίες και βιβλία για τον ποιητή. Ενας από τους επισκέπτες με τράβηξε από το χέρι και με πήρε μπροστά σε μια φωτογραφία: «Αυτός εδώ στην άκρη με τις τιράντες, γιατί μου έπεφτε το παντελόνι που μου έδωσαν, είμαι εγώ». Ηταν ένας από τα σεισμόπληκτα παιδιά που είχε φωτογραφήσει ο Σεφέρης.