Αν στην Τελετή Έναρξης το κομβικό σημείο ήταν η κλεψύδρα του χρόνου (ο

Τσαρούχης φυλλομετράει την «Ιστορία» του Παπαρ-ρηγόπουλου), στην Τελετή Λήξης

ήταν η στάχυνη σπείρα (ο Κουν φυλλομετράει τουριστικές καρτ-ποστάλ). Ο

χαρισματικός Δημήτρης Παπαϊωάννου, σκιαγραφώντας τις δύο αγκύλες των

Ολυμπιακών Αγώνων, κατέληξε: «H έναρξη είναι σαν να αγκαλιάζεις ένα άγαλμα. H

λήξη σαν να αγκαλιάζεις έναν άνθρωπο». Το ζήτημα βέβαια είναι ποιο άγαλμα και

ποιον άνθρωπο αγκαλιάζουμε. Το απολλώνιο, σεφερικό, διακτινωμένο άγαλμα της

πρώτης μέρας το χαρήκαμε εν μέσω πυροτεχνημάτων και μίνιμαλ μουσικής. Ο

διονυσιακός, γήινος, έξω καρδιά άνθρωπος της τελευταίας μέρας μάς κούρασε

γιατί ήταν γκροτέσκα οικείος για εμάς και προβλέψιμα εξωτικός για τους ξένους.

Όλα είναι ζήτημα κλίμακας. H εκστασιασμένη λαϊκή ψυχή έχει κάτι το βαθύ και το

αμετάδοτο. Σε παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση όμως, ευτελίζεται σε πανηγυριώτικο

Ζορμπά φωτογραφημένο για περιοδικό μόδας. Ειδικά στο δεύτερο μέρος, το ημεδαπό

ντέρτι έβγαινε κατευθείαν από πίστα λουσάτου παραλιακού μαγαζιού.

Το να παραμένεις ο εαυτός σου και ταυτόχρονα να είσαι ανοιχτός στον κόσμο

(ζητούμενο και των διοργανωτών) είναι αναμφίβολα δύσκολη υπόθεση. Τα

παραδείγματα του Καβάφη, του Βιζυηνού, του Χαλεπά και του Πικιώνη είναι

κορυφαία και άξια μαθητείας. Μήπως, τελικώς, την πρώτη μέρα δείξαμε στην

παγκόσμια κοινότητα πώς θέλουμε να μας βλέπουν και την τελευταία πώς βλέπουμε

εμείς τον εαυτό μας;

Ο Μισέλ Φάις είναι συγγραφέας.