Βρίσκοντανδιάσπαρτα σε σπίτια κατοίκων του νησιού. Αντικείμενα φτιαγμένα από τους κρατούμενους των Φυλακών της Αίγινας. Μικρά καλλιτεχνήματα εγκλεισμού που κατασκευάστηκαν στις αρχές του περασμένου αιώνα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και της χούντας. Επειτα από πολυετείς προσπάθειες βγήκαν από τα σεντούκια και τις ραφιέρες, συγκεντρώθηκαν και παρουσιάζονται για λίγες μέρες στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο του νησιού. Μαρτυρίες και διηγήσεις όσων έζησαν την ιστορία των φυλακών σκιαγραφούν μαζί με τα αντικείμενα τη μακρά λειτουργία του ιδρύματος που έγινε κομμάτι της καθημερινότητας των κατοίκων. Ενός χώρου που ξεκίνησε ως Ορφανοτροφείο από τον Ιωάννη Καποδίστρια και έμελλε να στεγάσει ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους που τον στιγμάτισαν για πάντα:Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, Μαρίνος Αντύπας, Αρης Βελουχιώτης,Χαρίλαος Φλωράκης, Κώστας Λουλές,Αντώνης Αμπατιέλος, Νίκος Μπελογιάννης, Μανώλης Γλέζος,Αλέκος Παναγούλης είναι μερικοί μόνο από αυτούς.

Στην έκθεση φιλοξενούνται 70 αντικείμενα, κάποια αληθινά κομψοτεχνήματα: ένα ξύλινο βαλιτσάκι διακοσμημένο στο χέρι με την τεχνική του ψαθωτού κεντήματος, ένα παιχνίδι φτιαγμένο από παλιά κασόνια, δίσκοι και χρηστικά αντικείμενα – έργα τέχνης, καραβάκια, μπιζουτιέρες, κοπανέλια που κατασκεύαζαν οι κρατούμενοι για να φτιάχνουν οι γυναίκες τις δαντέλες, ένας πίνακας σε τελαρωμένο σεντόνι χρωματισμένος με τα λιγοστά υλικά που διέθεταν: λουλάκι, στουπέτσι και κάρβουνο.

Ολα τους αποτελούν ενθυμήματα των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ των κρατουμένων και των κατοίκων του νησιού στην διάρκεια των 105 χρόνων λειτουργίας των φυλακών. «Κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου άνοιγαν οι φυλακές για τους κατοίκους της Αίγινας. Ηταν ανήμερα του Σωτήρος, γιόρταζε η εκκλησία του Καποδιστριακού Ορφανοτροφείου και γινόταν ένα παζάρι που ειδικά τα παιδιά το περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία. Πολλά από τα αντικείμενα που παρουσιάζουμε σήμερα έχουν αγοραστεί από το παζάρι. Επίσης στις φυλακές υπήρχε εκθετήριο οπότε οι κάτοικοι μπορούσαν με εδική άδεια να πάνε Κυριακή να ψωνίσουν. Κάποια αντικείμενα ήταν δώρα σε φύλακες ή σε προμηθευτές που πήγαιναν στις φυλακές ό,τι χρειαζόταν για τη λειτουργία τους –κρέας, γιαούρτι, λαχανικά. Ετσι έβγαιναν έξω και σημειώματα από τους κρατούμενους. Πολλά ήταν δώρα γάμου γιατί πρόκειται για χειροποίητα αντικείμενα που θεωρούνταν κάτι το ιδιαίτερο. Εκτός από όσα βρέθηκαν σε σπίτια της Αίγινας, στον χώρο εκτίθενται και δεκατέσσερα αντικείμενα που μας δάνεισε το Μουσείο Εξορίστων Αϊ-Στράτη», λέει η Ελίκα Βλαχάκη, εικαστικός και επιμελήτρια της έκθεσης. Στο Μουσείο παρουσιάζονται, επίσης, κείμενα συνεντεύξεων που έλαβαν οι διοργανωτές από κατοίκους του νησιού ή αποσπάσματα από βιβλία με διηγήσεις κρατουμένων.

Τα εκθέματα διατρέχουν σχεδόν όλη την πορεία των φυλακών. «Εχουμε μια τσιγαροθήκη φτιαγμένη από ξύλο ελιάς υπογεγραμμένη από τον Κωνσταντίνο Μελά, τον Βηλαρά και τον Παπαναστασίου –ήταν γνωστοί βενιζελικοί που τους είχαν φέρει με μέσο στις φυλακές της Αίγινας γιατί τότε, το 1922, θεωρούνταν καλές φυλακές. Τα περισσότερα, όμως, είναι ανώνυμα. Πολύ συχνά πολιτικοί κρατούμενοι αγόραζαν από τους ποινικούς αντικείμενα και τα δώριζαν. Εχουμε για παράδειγμα ένα τσαντάκι της Τασούλας Βερβενιώτη που της το είχε αγοράσει ο σύζυγός της ο οποίος ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Αίγινας την περίοδο της χούντας. Το είχε παραγγείλει σε κάποιον ποινικό και γράφει και το όνομα Τασούλα επάνω», εξηγεί η Βλαχάκη.

Καμπανάκι για το κτίριο. Στόχος των διοργανωτών είναι η ενεργοποίηση της τοπικής κοινωνίας και των δημόσιων φορέων ώστε να γίνουν οι απαραίτητες κινήσεις για την ανάδειξη, την αποκατάσταση και την επανάχρηση του ιστορικού κτιρίου των Φυλακών της Αίγινας. Ενός κτιρίου με πλούσια ιστορία. Η ιδέα για τη δημιουργία του γεννήθηκε το 1828, τη χρονιά που ο κυβερνήτης Καποδίστριας αποβιβάστηκε στο νησί. Η Αίγινα οργανώνεται με μοντέρνα πρότυπα και το Ορφανοτροφείο γίνεται το πρώτο δημόσιο κτίριο που κατασκευάζεται στην Ελλάδα επί διακυβέρνησής του. Η θεμέλιος λίθος τίθεται τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και στις 9 Μαρτίου του 1829 μεταφέρονται εκεί τα πρώτα 66 ορφανά που είχαν εξαγοράσει Γάλλοι από την Αλεξάνδρεια. Σύντομα συγκεντρώνονται 500 παιδιά. Στον χώρο ξεκινούν τη λειτουργία τους τεχνικές σχολές, βιβλιοθήκη, τυπογραφείο, αρχαιολογικό μουσείο ενώ μεταφέρεται εκεί η πρώτη ορυκτολογική συλλογή της χώρας. Το Ορφανοτροφείο κλείνει το 1834, μετατρέπεται σε λοιμοκαθαρτήριο, σε φρενοκομείο, στεγάζει πρόσφυγες και τελικά το 1880 γίνεται φυλακές, ένα ματωμένο κεφάλαιο της ιστορίας του.

Στη σύγχρονη Ελλάδα η Αίγινα συνδέθηκε με τα μαρτύρια των πολιτικών κρατουμένων που έζησαν στα κελιά της. Κάτω από τους ασβεστωμένους τοίχουςτων φυλακών βρέθηκαν χαραγμένες μνήμες, ζωγραφιές, ημερομηνίες από τους ίδιους. Στην ιστορία έμεινε η θρυλική απόδραση των οκτώ κομμουνιστών από τους 83 που κρατούνταν στην Ακτίνα Γ’, την «κόκκινη ακτίνα», η οποία αποτέλεσε πρότυπο για την κατοπινή κινηματογραφική απόδραση από τις φυλακές των Βούρλων. Εμεινε όμως και η φρίκη των φυλακών που αποτυπώθηκε με μελανά χρώματα ακόμη και στον διεθνή Τύπο. Την δεκαετία του ’60 στην Αίγινα κρατούνταν 468 πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι, παρά τους βασανισμούς και τις βαριές ποινές που τους είχαν επιβληθεί, είχαν μετατρέψει τη φυλακή σε κυψέλη μόρφωσης –αυτό είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του ’30 –οργανώνοντας κρυφά μαθήματα, εκδηλώσεις για μουσική, λογοτεχνία, θέατρο, γράφοντας ημερολόγια και εκδίδοντας βιβλία σε μέγεθος σπιρτόκουτου.

Μαρτυρία

«Βγάλανε καμιά 20αριά – 25αριά παιδάκια και τα εκτελέσανε»

Οι ομαδικές εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου άφησαν βαρύ στίγμα στο νησί της Αίγινας.

Οι κάτοικοι θυμούνται έντονα την εκδικητική εκτέλεση 36 αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης ως αντίποινα για τη δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά την Πρωτομαγιά του 1948.

Οι εκτελεσθέντες είχαν καταδικαστεί την περίοδο ’45-46, δηλαδή πριν τον Εμφύλιο, και συνολικά έφτασαν στη χώρα τους 154. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Γ. Π, 68 ετών, στους διοργανωτές της έκθεσης: «Ο πατέρας μου ήταν στη Χωροφυλακή… και μας έλεγε κάποιες φορές την ιστορία.

Βγάλανε καμιά 20αριά – 25αριά παιδάκια 19, 20, 24, 25 ετών και τα εκτελέσανε. Τους παίρνανε, τους πηγαίνανε στο νεκροταφείο, τους βάζανε σε έναν τοίχο, τους εκτελούσανε, τους δίνανε την χαριστική βολή και ο μπαρμπα-Μανόλης ο Πούρος, ο νεκροθάφτης, ας πούμε, είχε ανοίξει έναν μεγάλο λάκκο σαν δωμάτιο, τους έγδυνε, τους έπαιρνε τα ρούχα και τους έβαζε κεφάλι – πόδι, κεφάλι – πόδι, τους ντάνιαζε σαν σαρδέλες και τους έθαβε. Αυτήν την ιστορία όποτε τύχαινε να μου την πει ο πατέρας μου δεν την έβγαζε μέχρι τέλους.

Και δεν ήταν και κανένας άνθρωπος αριστερός, αγωνιστής και τέτοια, ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος, κι όμως αυτή η ιστορία του ‘χε μείνει σαν βίωμα, δεν μπορούσε να το ξεπεράσει…».