Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Αν ο 20ός αιώνας διαρκούσε μέχρι το 1955, ο Νικόλαος Ν. Σαρίπολος θα ήταν

αναμφισβήτητα ο επιφανέστερος των Ελλήνων συνταγματολόγων. Το 1956 ο

Αριστόβουλος Μάνεσης δημοσιεύει τον πρώτο τόμο των περισπούδαστων Εγγυήσεων

Τηρήσεως του Συντάγματος. Το έργο του τελευταίου δικαιώνει αναδρομικά και

θεμελιώνει με τρόπο σχεδόν αφοπλιστικό (επιχειρηματολογώντας πειστικά από τη

σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου) τη ρήξη με το

σύντομο παρελθόν της ελληνικής συνταγματικής επιστήμης. Αποτελεί κοινό τόπο

ότι η εν λόγω επιστημονική τομή συντελέσθηκε στις απαρχές του αιώνα κυρίως, αν

όχι αποκλειστικά, με το έργο του Ν. Ν. Σαρίπολου. Αυτός, με το κύρος της

διδασκαλίας του, έθεσε τέλος στις επικρατούσες, μάλλον επιπόλαιες και

νεφελώδεις, συνταγματολογικές αντιλήψεις. Εισήγαγε πλήρως, καλλιέργησε

συστηματικά και ανακαίνισε τις αντιλήψεις του (εννοιοκρατικού) νομικού

θετικισμού για το Σύνταγμα με αξιοσημείωτη, όπως θα επισημανθεί στις σκέψεις

που ακολουθούν, πρωτοτυπία.

Πράγματι, ο Ν. Ν. Σαρίπολος δεν αποτελεί κλώνο διαπρεπούς Γερμανού

δημοσιολόγου του 19ου μάλλον αιώνα, όπως άφησε ­ κάπως αυτάρεσκα ­ να εννοηθεί

ο διάδοχός του Αλέξανδρος Σβώλος. Είναι δε, ιδεοτυπικά μιλώντας, ο γενάρχης

των Ελλήνων συνταγματολόγων, όχι με την ευρεία, αλλά με την αυστηρή και

ουσιώδη σημασία του όρου. Ο πρώτος που έδειξε και δίδαξε ολοκληρωμένα πώς και

τι σημαίνει να παίρνουν το «Σύνταγμα της Ελλάδος» στα σοβαρά τόσο το κράτος

όσο και οι πολίτες. Ακόμη και στις μέρες μας, η παραπομπή μιας μελέτης

Συνταγματικού Δικαίου στο έργο του δεν εκλαμβάνεται ως δείγμα σχολαστικισμού.

Αντίθετα, η παράλειψή της είναι συχνά ανεπίτρεπτη, διότι πολλές ερμηνευτικές

λύσεις του Ν. Ν. Σαρίπολου εξακολουθούν να αποτελούν κρατούσα άποψη στη

συνταγματική δογματική ή πάντως συνιστούν σοβαρό αντίλογο. Για ποιον, άραγε,

από τους προγενεστέρους του μπορεί κανείς να πει το ίδιο;

Γιος του κυπριακής καταγωγής Ν. Ι. Σαρίπολου, συνταγματολόγου (με την ευρεία

πάντως έννοια) επίσης, ο Ν. Ν. Σαρίπολος σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Φέτος

συμπληρώθηκαν 100 χρόνια αφότου, σε ηλικία 23 ετών, ανακηρύχθηκε διδάκτωρ με

μία δίτομη διδακτορική διατριβή, πράγματι εντυπωσιακή και αξιομνημόνευτη, η

οποία ακόμη και σήμερα αναφέρεται στη διεθνή επί του θέματος βιβλιογραφία. Η

διατριβή του έχει ως θέμα τη δημοκρατία και το εκλογικό σύστημα της αναλογικής

και οι φιλελεύθερες (και δημοκρατικές) πολιτικές ιδέες της στρέφονται κατά της

«τυραννίας της πλειοψηφίας». Άριστος γνώστης του έργου των Γερμανών

δημοσιολόγων του καιρού του, ο Ν. Ν. Σαρίπολος εισήγαγε (και) στη Γαλλία,

σύμφωνα με τις επαινετικές κρίσεις αλλά και τις οξύτατες επικρίσεις σπουδαίων

καθηγητών, τη θετικιστική αντίληψη για το κράτος και το Δημόσιο Δίκαιο. Το

ίδιο έτος (1899) εκλέγεται υφηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο

Αθηνών και το έτος 1910 διορίζεται στην έδρα του ως τακτικός καθηγητής. Μία

ανίατη ασθένεια θα τον οδηγήσει το 1923 εκτός ενεργού δράσης και στο περιθώριο

της ζωής ώς το 1944.

Ο Ν. Ν. Σαρίπολος θα εργασθεί επίμονα και μεθοδικά ήδη ως υφηγητής για να

συγγράψει και να δώσει στη δημοσιότητα ένα πλήρες, χρηστικό και συστηματικό

έργο Συνταγματικού Δικαίου. Το αρχικό σχέδιό του γνώρισε διάφορες εκδοχές,

εκδόσεις και τροποποιήσεις, όμως μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τον φιλόδοξο

στόχο του. Ο Ν. Ν. Σαρίπολος εξέδωσε πράγματι ένα πλήρες «σύστημα», κατά την

έκφραση της εποχής, του Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδας, ένα τρίτομο έργο,

το οποίο ο ίδιος θα αναθεωρήσει και θα επαυξήσει αρκετές φορές. Το 1987

ανατυπώθηκαν ­ και ήδη εξαντλήθηκαν ­ ο πρώτος τόμος του Ελληνικού

Συνταγματικού Δικαίου (3η έκδ. 1915), ο δεύτερος τόμος του Συστήματος του

Συνταγματικού Δικαίου της Ελλάδος (4η έκδ. 1923) και ο τρίτος τόμος του ίδιου

Συστήματος (4η έκδ. 1923). Εκτός του αμέσως ανωτέρω έργου του και της

διδακτορικής διατριβής του, και παραλείποντας κανείς ειδικές μελέτες και

μονογραφίες του σε ζητήματα συνταγματικής δογματικής και ιστορίας, πρέπει να

μνημονευθεί η πολιτειολογική μελέτη του («απόσπασμα ανεκδότου συγγράμματος»)

Περί Πολιτείας και των στοιχείων αυτής εν γένει (1921), καθώς και η ευσύνοπτη

έκθεση («εγχειρίδιο») του ελληνικού Δημοσίου Δικαίου Das Staatsrecht des

Konigreichs Griechenland (1909), που κυκλοφόρησε ως όγδοος τόμος σε σειρά

επιφανών Γερμανών δημοσιολόγων με αντικείμενο το τότε σύγχρονο Δημόσιο Δίκαιο.

Το κυρίως συνταγματολογικό έργο του Ν. Ν. Σαρίπολου αποτέλεσε τον ορίζοντα των

επόμενων Ελλήνων συνταγματολόγων. Με δεδομένες τις ατυχείς και δυσμενείς

συγκυρίες και το γεγονός ότι η συγγραφική περίοδος της ζωής του διήρκεσε μόλις

27 χρόνια, ο Ν. Ν. Σαρίπολος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πολυγραφότατος. Ο

υπομνηματισμός των έργων του είναι πράγματι μνημειώδης. Εντυπωσιάζουν επίσης

οι συγκριτικές αναφορές του και η καλή γνώση της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας

(κυρίως γερμανικής, γαλλικής και ιταλικής, λιγότερο δε αγγλοσαξωνικής). Ο

ίδιος δεν διστάζει να ισχυρισθεί υπερήφανα ότι «ου μόνον εν τη ελληνική

επιστήμη, αλλ’ ουδ’ εν τη αλλοδαπή, υπάρχει σύγγραμμα πραγματευόμενον

πληρέστερον του παρόντος τριτόμου έργου ημών περί του συνόλου του

Συνταγματικού Δικαίου τοσούτων κρατών και περί της σχετικής νεωτάτης

επιστημονικής κινήσεως». Επίσης, εκτιμά (1923) ότι «εν πλείσταις μακραίς

υποσημειώσεσι του ημετέρου έργου υπάρχουσιν αι επιστημονικαί βάσεις, τα

αναγκαία στοιχεία και τα σχετικά βοηθήματα προς συγγραφήν ειδικών μονογραφιών

επί πλείστων θεμάτων του Δημοσίου Δικαίου».

Το να επιλέξει όμως κανείς να βαδίσει στον δρόμο που χάραξε ο Ν. Ν. Σαρίπολος

θα φαινόταν, υπό άλλες ίσως συνθήκες, εντελώς οπισθοδρομικό. Ήδη από τον

Μεσοπόλεμο ο νομικός θετικισμός θεωρείται διεθνώς, όπως ρηχά και ανιστόρητα

επαναλαμβάνεται στις μέρες μας, ως «προπαίδεια φασισμού»: το δόγμα «ο νόμος

είναι νόμος» εκτιμάται ότι δικαιολογεί την άκριτη υπακοή στην πολιτική εξουσία

και ότι υποθάλπει τον κρατικό αυταρχισμό. Ιδίως όμως η τραγική εμπειρία του

Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (επαν)έφερε σχεδόν αιτιωδώς στο προσκήνιο τις

φυσικοδικαιικές αντιλήψεις για το Σύνταγμα. Σύμφωνα με αυτές και μιλώντας

βέβαια ευσύνοπτα, το Σύνταγμα δεν ισχύει, όπως υποστηρίζει ο συνταγματικός

θετικισμός, απλώς και μόνον επειδή έχει θεσπισθεί από τον φορέα της λεγόμενης

συντακτικής εξουσίας (ή / και επειδή αναγνωρίζεται στην πράξη ως υπέρτατος

νόμος από τα όργανα του κράτους και τους πολίτες). Ισχύει, διότι κυρίως

αποτελεί αρμονικό σύνολο θεμελιωδών και ουσιωδών ηθικών και πολιτικών αρχών,

οι οποίες, λόγω ακριβώς της ηθικής και πολιτικής υπεροχής τους, αξίζουν τον

σεβασμό όλων: Σύνταγμα αντικείμενο στις θεμελιώδεις ηθικές και πολιτικές αρχές

αποτελεί εννοιολογική αντίφαση!

Οι διάδοχοι του Ν. Ν. Σαρίπολου κλήθηκαν, λοιπόν, να βαδίσουν αντίθετα στο

διεθνές ρεύμα, υπερασπιζόμενοι παραδόξως τον συνταγματικό θετικισμό του και οι

εξ αυτών άξιοι λόγου πράγματι εξήραν την πολιτική και νομική σημασία του: τη

διασφαλιστική ­ για τους υποκείμενους στην πολιτική εξουσία ­ θεσμική

λειτουργία του. Η αναδρομική δικαίωση της επιστημονικής τομής του Ν. Ν.

Σαρίπολου φαίνεται ότι δικαιολογεί και από τη σκοπιά της συνταγματικής

δογματικής την τολμηρή αναφορά σε Σύνταγμα του «1864/1911/1952» (ή μήπως

επιπροσθέτως και «/1975/1986»;), ως εάν να πρόκειται για ένα ενιαίο έργο

διαδοχικών αναθεωρητικών ή μη Βουλών! Η επικαιρότητα της σκέψης του όμως

δικαιολογείται επαρκώς από το ίδιο το περιεχόμενό της. Δεν έχει κανείς παρά να

επισημάνει τις ριζικές ιδέες της και να αναγνωρίσει την παραγνωρισμένη

πρωτοτυπία της, αγνοώντας τις εύκολες και συχνά εμπαθείς κριτικές αποτιμήσεις.

Ο Ν. Ν. Σαρίπολος, πρώτον, με την επιστημονική αυθεντία του έθεσε πράγματι

τέλος στις αμφισβητήσεις για τη φύση του Συντάγματος. Το Σύνταγμα, κατ’ αυτόν,

δεν είναι τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο από νόμος. Αυτό

σημαίνει ότι η ερμηνεία του πρέπει να είναι αυστηρά νομική, να διακρίνεται

απόλυτα και να μη συγχέεται με πολιτικές αξιολογήσεις. Ο ίδιος φαίνεται ότι

αντιλαμβάνεται την απόλυτη διάκριση Δικαίου και πολιτικής λιγότερο ως

επιστημολογική αρχή και περισσότερο ως ηθικό πρόσταγμα. Συγκεκριμένα,

δικαιολογεί και προτρέπει στη χρησιμοποίηση της λεγόμενης νομικής μεθόδου

ερμηνείας, ισχυριζόμενος (με κάποια δόση υπερβολής) ότι αν εξετάσει κανείς τα

κλασικά συγγράμματα των Γερμανών δημοσιολόγων, παρατηρεί ότι δεν υπάρχει σε

αυτά καμία αξιολόγηση των πολιτικών θεσμών από πολιτική άποψη, «αλλ’ ότι

περιορίζονται ταύτα εις την επιστημονικήν έκθεσιν, κατ’ αυστηράν νομικήν

μέθοδον, των αρχών του θετικού γερμανικού Δικαίου». Η διάκριση Δικαίου και

πολιτικής καλείται μεν να διασφαλίσει την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα

της συνταγματικής ερμηνείας, συγχρόνως όμως ενισχύει και τη δεσμευτικότητά

της. Το Σύνταγμα, αν είναι να τηρείται και να γίνεται σεβαστό, πρέπει να μας

δεσμεύει, καθώς λέγεται, κανονιστικά.

Δεύτερον, ο Ν. Ν. Σαρίπολος αναγνωρίζει εμμέσως ότι στην κανονιστική

δεσμευτικότητά της η συνταγματική δογματική είναι και πρέπει να μείνει

αβοήθητη από την πολιτική, την ιστορία και την κοινωνιολογία των πολιτικών

θεσμών, τις οποίες εξ άλλου ο ίδιος κάθε άλλο παρά αγνοεί. Αντίθετα, θα

επικαλεσθεί (ίσως ασυνεπώς) σε πολλές κρίσιμες περιπτώσεις και θα υποδείξει

[π.χ., στην ενδεχόμενη διχογνωμία μεταξύ Στέμματος και Βουλής ως προς τον

χαρακτηρισμό μιας συνταγματικής διατάξεως ως θεμελιώδους ή μη (αναθεωρητέας) ή

στο ζήτημα της ισχύος των λεγομένων αναγκαστικών νόμων], θεσμικούς τρόπους για

την πολιτική ­ όχι νομική! ­ επίλυση μιας άλλως αναπότρεπτης συνταγματικής

κρίσης. Η εν λόγω παραλληλία (;) της νομικής και πολιτικής μεθόδου του είναι

ίσως εσφαλμένη, αυτό όμως θα έπρεπε να προβληματίσει τους κινούμενους από το

ίδιο πολιτικό και μεθοδολογικό ενδιαφέρον επικριτές του.

Ο Ν. Σαρίπολος συνέταξε το προσχέδιο της αναθεώρησης του Συντάγματος που

υπεβλήθη στην Αναθεωρητική Βουλή. Στην επάνω φωτογραφία η ειδική

κοινοβουλευτική επιτροπή που επεξεργάστηκε το Σύνταγμα του 1911

Τρίτον, ο Ν. Ν. Σαρίπολος κατέδειξε την αξία της συνταγματικής θεωρίας και των

θεμελιωδών αρχών για την ερμηνεία του Συντάγματος. Εμπιστεύεται τη θεωρία σε

τέτοιο βαθμό, που δεν θα διστάσει να υποστηρίξει ότι το Σύνταγμα «καθιεροί τας

γαλλικάς περί «κυριαρχίας του λαού» θεωρίας, ας δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν

ως ορθάς υπό επιστημονικήν έποψιν», διότι, σύμφωνα με την τελευταία, φορέας

της πολιτικής εξουσίας είναι το κράτος, όχι κάποιο όργανό του, ακόμη κι αν

αυτό είναι ο «λαός» (εκλογικό σώμα). Η συνέπεια της αντίληψής του είναι

πράγματι εντυπωσιακή: εσφαλμένες πολιτικές θεωρίες, ακόμη και συνταγματικά

καθιερωμένες, δεν είναι κρίσιμες για την ερμηνεία του ίδιου του Συντάγματος! Ο

γενάρχης των Ελλήνων συνταγματολόγων δεν παγιδεύτηκε στον εξεζητημένο φαύλο

κύκλο συγχρόνων ομοτέχνων του.

Ο Ν. Ν. Σαρίπολος, τέταρτον, θα αξιοποιήσει υποδειγματικά τη βαρύνουσα σημασία

της συνταγματικής θεωρίας και των θεμελιωδών αρχών στη θεμελίωση του

δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Πρόκειται πράγματι για την

ειδοποιό διαφοροποίησή του από τους διαπρεπείς εκπροσώπους του κλασικού

(γερμανικού) θετικισμού στο Δημόσιο Δίκαιο. Ο Ν. Ν. Σαρίπολος ασφαλώς γνωρίζει

εκ των προτέρων τα αντεπιχειρήματα: αν ο καθένας ­ έστω με ίδιον κίνδυνο ­

επιτρέπεται να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων, τότε το μόνο που μπορεί

να προσδοκά κανείς είναι σοβαρά πολιτικά μειονεκτήματα, διατάραξη της

ασφάλειας του Δικαίου και διακινδύνευση της δημόσιας τάξης. Επομένως, για την

αποφυγή αυτών των θεσμικών δεινών πρέπει όλοι να εμπιστευθούν τον έλεγχο που

ασκεί ο ανώτατος άρχων διά της εκδόσεως του νόμου. Ανασκευάζοντας αυτήν τη

δημοφιλή πολιτική αντίληψη, ο Ν. Ν. Σαρίπολος δείχνει ότι το Σύνταγμα είναι

μεν νόμος, νόμος όμως θεμελιώδης και μάλιστα για ουσιώδεις λόγους. Με λιτούς

και ακριβείς συλλογισμούς επιχειρηματολογεί ότι αν δεν επιτραπεί ο εν λόγω

έλεγχος, η νομοθετική εξουσία θα είναι πράγματι απεριόριστη. Αυτό όμως αναιρεί

τον θεμελιώδη χαρακτήρα του Συντάγματος, διότι το Σύνταγμα αποτελεί για τη

νομοθετική εξουσία θεσμικό όριο, όπως ο κοινός νόμος για την εκτελεστική «:

αντισυνταγματικός νόμος δεν είναι νόμος). Εν συνεχεία, τονίζει ότι ο

δικαστικός έλεγχος αποτελεί αναντικατάστατη εγγύηση για την τήρηση του

Συντάγματος, τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και την προστασία των

μειονοτήτων και των μειονοψηφιών (ο προβληματισμός της διδακτορικής διατριβής

του!). Δεν θα διστάσει μάλιστα να εξαγάγει όλες τις θεσμικές συνέπειες της

προκείμενης επιχειρηματολογίας του: Η βεβαίωση του ανωτάτου άρχοντα για τη

συνταγματικότητα του νόμου δεν αποτελεί τεκμήριο. Τα δικαστήρια οφείλουν

υπακοή στον θεμελιώδη νόμο, το Σύνταγμα, και όχι στη βεβαίωση του βασιλέως.

Φρουρός και φύλακας του Συντάγματος δεν είναι μόνον ο βασιλεύς, αλλά όλοι οι

πολίτες και ιδίως οι δικαστές.

Το οικογενειακό σπίτι των Σαριπόλων στη γωνία Πατησίων και Χαλκοκονδύλη, σε

σχέδιο της Αθηνάς Ν. Σαριπόλου

Δεν μπορεί να κλείσει κανείς αυτό το σύντομο σημείωμα χωρίς να επισημάνει μια

σπαζοκεφαλιά που μας κληροδότησε ο Ν. Ν. Σαρίπολος. Στις προγραμματικές

μεθοδολογικές αρχές του τονίζει ότι χρησιμοποιεί τη λεγόμενη νομική μέθοδο

ερμηνείας, διότι μόνον έτσι κατορθώνεται η πειθαρχία στη συνταγματική ερμηνεία

και επομένως στην πολιτική ζωή του τόπου και ότι ελπίζει έτσι να συμβάλλει στη

διαμόρφωση πολιτών πράγματι ελευθέρων και πειθαρχούντων, «εχόντων πλήρη

συναίσθησιν ου μόνον των δικαιωμάτων αυτών, αλλά και των καθηκόντων αυτών,

εμπνεομένων υπό του πνεύματος της ευλαβείας και της υπακοής προς τας κατά το

Σύνταγμα και τους νόμους υφισταμένας και ενεργούσας αρχάς, εν μια λέξει

εμφορουμένων, είτε ως αρχόντων είτε ως αρχομένων, του πνεύματος της υπακοής

εις τον Νόμον…» κ.τ.τ. Αναρωτιέται κανείς, όσοι διαβλέπουν ανάμεσα σε αυτές

τις γραμμές μία άκρως συντηρητική δικαιολόγηση των μεθοδολογικών αρχών του,

πώς την εναρμονίζουν, άραγε, με τη ριζικά φιλελεύθερη θεωρία του για τον

διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων;

Η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα φαίνεται ότι είναι για τον Ν. Ν. Σαρίπολο

κρίσιμη αξία μόνον αν αποτελεί θεσμικό αποτέλεσμα της εφαρμογής του ίδιου του

Συντάγματος, κι όχι μία παραθεσμική ή παρασυνταγματική συνέπεια. Δεν αρκεί,

άραγε, αυτή η υφέρπουσα πολιτική αντίληψή του για να δικαιολογήσει τη

διακριτική γοητεία και την επικαιρότητα του πυρήνα της σκέψης του καθ’ όλη τη

διάρκεια του ταραγμένου αιώνα μας;

* Ο Φίλιππος Βασιλόγιαννης είναι διδάκτωρ Νομικής.