Οι ιεραρχήσεις των προτεραιοτήτων μας επηρεάζονται, ενδεχομένως, από

μερικές εξόφθαλμα λανθασμένες εκτιμήσεις. Για έξι τουλάχιστον λόγους, η

υπόθεση της ΟΝΕ είναι παραφουσκωμένη και μυθοποιημένη.

Πρώτον, ο χαρακτήρας της διαδικασίας ολοκλήρωσης κρίθηκε ήδη στις αρχές της

δεκαετίας του 1990. Έκτοτε, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Οι

αποφάσεις του 1991-92 ­ τις οποίες μερικοί αφελώς ερμήνευσαν ως προαγγελία της

εγγύησης των συνόρων μας ­ δεν οφείλονταν σε στρατηγικές συγκλίσεις ή στην

ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και κοινωνικού χώρου. Αντίθετα, ήταν

σπασμωδικές και βιαστικές κινήσεις λόγω «γερμανικού προβλήματος». Ουσιαστικά,

συνδέοντας το θέμα αυτό με τη γερμανική επανένωση, το Παρίσι «εκβίασε» τη

Βόννη και πέτυχε την υιοθέτηση της ΟΝΕ. Ο σκοπός ήταν απλός: ο έλεγχος της

Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας.

Δεύτερον, εκτός του ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια κοινωνικοπολιτικά

σταθερή και βιώσιμη οικονομική και νομισματική ένωση, οι στόχοι της Γαλλίας

δυνατό να έχουν ήδη ακυρωθεί λόγω αντίθετων εξελίξεων από τις προσδοκώμενες,

δηλαδή λόγω της οικονομικής υπεροχής της Γερμανίας ανεξαρτήτως ΟΝΕ. Δυνητικά,

αυτό αυξάνει τις αντιθέσεις και αντιφάσεις στην Ε.Ε.

Τρίτον, ως συνέπεια σωρείας σπασμωδικών και ασπόνδυλων αποφάσεων ­

ωφελιμιστικού και χρησιμοθηρικού χαρακτήρα ­ τα μέλη της Ε.Ε. εισήλθαν σε έναν

διαρκή αγώνα δρόμου για «σύγκλιση» χωρίς πολιτικό προορισμό, χωρίς κοινωνικό

όραμα, χωρίς επαρκή οικονομική αλληλεγγύη και χωρίς την αναγκαία και μη

εξαιρετέα διπλωματική και αμυντική ταυτότητα. Έκτοτε, το σύστημα τείνει προς

κατακερματισμό, πολυδιάσπαση και εγκατάλειψη των αφετηριακών σκοπών, ενώ

επανεμφανίζονται ηγεμονικές συμπεριφορές. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως τον

περασμένο Ιανουάριο ο Ζακ Ντελόρ μίλησε ακόμη και για κίνδυνο διάλυσης της Ε.Ε.

Τέταρτον, η στρατηγική ανικανότητα της Ευρώπης αποκτά μόνιμο χαρακτήρα, τα

διλήμματα ασφαλείας και οι γεωπολιτικές διαιρέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων

της Ευρώπης επανέρχονται στο προσκήνιο και πολλοί Αγγλοαμερικανοί μιλούν

ανοικτά για κατάργηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υιοθέτηση μιας χαλαρής

«Ατλαντικής Ένωσης» υπό υψηλή αμερικανική εποπτεία. Η πορεία της Ευρώπης,

εξάλλου, επηρεάστηκε καθοριστικά λόγω της μεγάλης στρατηγικής στροφής της

Γαλλίας το 1993-5. Η Συμφωνία του Βερολίνου το 1996 και η ουσιαστική αποδοχή

από το Παρίσι του ατλαντικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής άμυνας, σε συνδυασμό με

αναβαθμισμένες πολιτικές και θεσμικές σχέσεις της χώρας αυτής με το ΝΑΤΟ (και

τελεσίδικη αποδοχή της Γαλλίας ως αδιαμφισβήτητου μέλους της «νόμιμης»

πυρηνικής ομάδας), είναι εξελίξεις που επιβεβαίωσαν την αδυναμία των Ευρωπαίων

να περάσουν από την ενοποίηση στα καταναλωτικά θέματα, στους τομείς της υψηλής

πολιτικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης.

Πέμπτον, μόνο αιθεροβάμονες αμφισβητούν το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα

έχει από καιρό απομακρυνθεί από τις αφετηριακές λογικές του κοινοτισμού και

από τις ιστορικές επιδιώξεις για μη-ηγεμονική υπερεθνική ολοκλήρωση. Οι

κυρίαρχες τάσεις είναι όχι προς πολιτική ένωση αλλά προς κατακερματισμό,

νεο-ηγεμονικές συμπεριφορές, ιεραρχήσεις στη βάση κριτηρίων ισχύος και

υποβάθμιση της συμμετοχής ή και «πρόστιμα» – τιμωρία ­ αντί αλληλεγγύης, όπως

συνέβαινε στο παρελθόν ­ των λιγότερο ισχυρών μελών.

Έκτον, για τους πιο πάνω και πολλούς άλλους λόγους, η συμμετοχή της Ελλάδας

στην Ε.Ε. ­ την οποία κανείς νοήμων δεν αμφισβητεί ­ αναπτύσσεται πλέον με τον

ίδιο τρόπο που συμβαίνει σε κάθε άλλο διακρατικό σύστημα: σκληρός

ανταγωνισμός. Όπως δείχνουν εξάλλου οι επιλογές τριών άλλων κρατών της Ε.Ε., η

άμεση συμμετοχή στην ΟΝΕ δεν είναι αυτοσκοπός. Τα συμφέροντά μας δεν

εξυπηρετούνται αν αυτό σημαίνει: 1) οικονομική και πολιτική καθυπόταξή μας,

εάν και όταν θα ενταχθούμε στην ΟΝΕ, 2) εκδίωξη ­ αντί αλληλεγγύης ­ από τον

«σκληρό πυρήνα», αν αποτύχουμε π.χ. κατά 1% στον πληθωρισμό (βλ. πρόσφατες

δηλώσεις Πρόντι), 3) χαλάρωση όσον αφορά την τουρκική απειλή και αποδυνάμωση

στην περιφέρειά μας.

Αναμφίβολα πολλοί θα υποστήριζαν μέτρα που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα

της Ελλάδας στον διεθνή χώρο. Δεν μας τιμά, όμως, εάν χρειαζόμαστε τον

μπαμπούλα της ΟΝΕ, για να κάνουμε αυτό που μας συμφέρει να κάνουμε. Μήπως θα

πρέπει να ξανασκεφτούμε σκοπούς, μέσα, προτεραιότητες και ιεραρχήσεις; Είναι,

τουλάχιστον, δυνατό να σταματήσει η πολιτική τρομοκρατία πως αν χάσουμε το

τρένο της ΟΝΕ θα ριχτούμε, δήθεν, στον λάκκο των λεόντων;

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και

Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.