«ΜΟΥ ΦΕΥΓΕΙ». Την έχω στο μυαλό μου, ένα κορίτσι δίμετρο σχεδόν, στα 21, που

δυόμισι η ώρα το πρωί μου λέει «δεν φαντάζομαι να θες να κοιμηθείς γιατί θέλω

να μιλήσουμε». Μετράω τις μέρες κρυφά, τώρα δεν με νοιάζει να το πω.

Την εμπιστεύομαι; Από μικρό παιδάκι, που προσπαθούσε πίσω από μιαν επίφαση

αυτοπεποίθησης να πείσει ­ και το κατάφερνε ­ πως είναι αυτάρκης, πως όλα τα

μπορεί, πως η αλήθεια της μετράει πάνω από όλα.

Τι κι αν για χάρη της διάβασα αναρίθμητα βιβλία παιδαγωγών, δεν χώραγε

πουθενά, ήταν αυτή, η μοναδική, που ρουφούσε τα πάντα κι έχτιζε μόνη της τα

θαύματα της ζωής της. Με υπολόγιζε; Μ’ αγαπούσε; Ακόμη και στους χειρότερους

καβγάδες μας, το ένιωθα. Ίσως περισσότερο απ’ όταν κούρνιαζε στον ώμο μου και

κει ακουμπούσε όγκους συναισθήματος που η ψυχούλα της κουβαλά.

«Μου φεύγει», σκέφτομαι, «το γλαρόνι μου», ο μικρός Ιωνάθαν μου, πάει σε άλλη

χώρα, «μοναξιά μου όλα», ανόητη που είμαι, τρεισήμισι ώρες με το αεροπλάνο

είναι, τη βλέπω από παιδάκι να μου κουνά το χέρι περνώντας, για τα ταξίδια

της, από τον έλεγχο του αεροδρομίου, και πρόσφατα ακόμη, λίγους μήνες πριν,

ένα παιδάκι έβλεπα να φεύγει πότε για Νέα Υόρκη, πότε για Ρώμη, πότε… «Θα

κάνουμε ένα ταξίδι οι δυο μας, μαμά;». Μου μοιάζει, καμαρώνω, και αναρωτιέμαι

πού θα της αρέσει, της ακριβής μου γυρίστρας, της μικρής μου ταξιδιάρας που

κάθε φορά ξεκινάει να κατακτήσει τον κόσμο.