ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ πως δεν υπάρχει νεογέννητο που ­ εν αγνοία του φυσικά ­ να μη

γίνεται αντικείμενο ενδελεχούς παρατήρησης ­ από συγγενείς τε και φίλους ­

πριν αποφανθούν «φτυστό ο πατέρας του» (συνήθως) ή «μοιάζει στη μάνα του»

(σπανιότερα).

Αυτός ο σχολιασμός επαναλαμβάνεται στη διαύγεια της νηπιακής, της παιδικής,

της εφηβικής ηλικίας του, επαυξημένος και με επισημάνσεις για τον χαρακτήρα

του ­ «έχει την αίσθηση της τάξης, σαν τον πατέρα του» ή «πήρε την

ισχυρογνωμοσύνη της μάνας του». Καμιά φορά «μπαίνουν στη μέση» και οι

προπάτορες ­ «έχει κλίση στα μαθηματικά, σαν τον παππού του» ή «της

μακαρίτισσας της γιαγιάς έμοιασε, που ήταν σφιχτοχέρα».

Και ενώ είναι βέβαιο ότι το παιδί έχει κάτι απ’ όλους, μα πάνω απ’ όλα είναι

μια ξεχωριστή ύπαρξη και προσωπικότητα, η «μάχη» συνεχίζεται μέχρι να κλείσει

ο κύκλος με το άνοιγμα ενός νέου, για τους δικούς του απογόνους.

Έχει αυτή η τόσο οικεία ιστορία τη χάρη της ­ οι περισσότεροι γεννήτορες,

άλλωστε, τρέφονται με την αίσθηση, και ας μην το ομολογούν, πως το γέννημά

τους έχει τη σφραγίδα τους, στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, στο μυαλό ή στην

ψυχή του.

Τι σχέση, όμως, μπορεί να έχει η δημιουργία μιας ξεχωριστής οντότητας από τη

θαυμαστή μίξη γονιδίων γενεών, με τα ανθρώπινα υβρίδια που επαγγέλλεται η

κλωνοποίηση.

Και πόσο μπορεί η έννοια «κλώνος» ­ πάει να πει το ακριβές αντίτυπο ενός, με

προκαθορισμένα όλα τα χαρακτηριστικά του ­ με την τόσο τρυφερή και γλυκιά

φράση «το βλαστάρι μας», για το οποίο οι γονείς, κρυφά ή φανερά, καμαρώνουν;

Και τι θυμάμαι τώρα δα;

Την επιθετική αναφορά στην κλωνοποίηση μιας μικρής στη Βουλή των Εφήβων, με τη

φράση «σκεφθείτε να ρωτούν ο ένας τον άλλο όταν στο μέλλον θα συστήνονται:

Μήπως είσαι κλώνος;».