1. Απασχόληση – Τουρισμός

Το μεγαλύτερο κοινωνικό, αλλά ταυτόχρονα και οικονομικό, πρόβλημα που

αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία είναι η ανεργία. Οι καταγεγραμμένοι άνεργοι

ξεπερνούν τους 510.000 συμπολίτες μας. Η αλήθεια είναι ότι ο πραγματικός

αριθμός των ανέργων είναι πολύ μεγαλύτερος. Η ανεργία το 1981 ήταν 3,5% του

ενεργού πληθυσμού, ενώ σήμερα φθάνει το 11,5%.

Για να μειωθεί η ανεργία το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα πρέπει να αυξάνεται

με ρυθμό 4% έως 5% ετησίως. Αυτή η αλήθεια αποδεικνύεται φέτος. Μόλις το

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν εμφάνισε αύξηση περίπου 4%, η ανεργία μειώθηκε.

Βασικός τομέας της οικονομίας που μπορεί να συμβάλει στην ταχύρρυθμη ανάπτυξη

του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος είναι ο τουρισμός.

Ο τουρισμός είναι κατά βάση τομέας έντασης εργασίας που μπορεί να εξασφαλίσει

πολλές νέες θέσεις εργασίας και μάλιστα σε παραμεθόριες ευαίσθητες περιοχές,

όπως είναι τα νησιά, όπου δυστυχώς παρατηρείται μεγάλη μείωση του ενεργού

πληθυσμού.

Το σύνολο των θέσεων εργασίας που έχει σχέση με την τουριστική δραστηριότητα

υπολογίζεται ότι είναι 650.000. Κατά τα τελευταία 20 χρόνια η απασχόληση στον

τομέα του τουρισμού υπολογίζεται ότι αυξήθηκε κατά 85%.

Την προσεχή δεκαετία οι απασχολούμενοι στον τουρισμό θα μπορούσαν με μια

κατάλληλη αναπτυξιακή τουριστική πολιτική να ξεπεράσουν το 1.000.000 άτομα.

Πέραν τούτου, αυτονόητο είναι ότι η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος,

που θα προέλθει από την αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας, θα δημιουργήσει

πολλαπλασιαστικές επιδράσεις και θα επηρεάσει θετικά πολλούς τομείς της

οικονομίας, όπως είναι ο αγροτικός τομέας, ο κλάδος των τροφίμων και ποτών, η

χειροτεχνία και, γενικότερα, η βιοτεχνία και βιομηχανία.

Επισημαίνεται ότι οι εισροές συναλλάγματος από τον τουρισμό το 1990 ήταν 2.587

εκατομμύρια δολάρια, έναντι 4.136 εκατομμυρίων δολαρίων το 1995 και 9.221

εκατομμυρίων δολαρίων το 2000.

Ο τουρισμός είναι κύριος παράγοντας της περιφερειακής ανάπτυξης με άμεσα

αποτελέσματα τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης των ανθρώπων της επαρχίας, τη

συγκράτηση του πληθυσμού στην περιφέρεια, τη μείωση της ανεργίας και την

επίλυση του προβλήματος της άνισης περιφερειακής κατανομής του εισοδήματος.

Σημαντική επίδραση στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη διαδραματίζει και ο

εγχώριος τουρισμός. Ο εγχώριος τουρισμός παρουσιάζει έντονη εποχικότητα, που

παρατηρείται κατά τους μήνες Ιούλιο – Αύγουστο.

Πολύ υψηλό ποσοστό (65%) των διανυκτερεύσεων των Ελλήνων τουριστών

πραγματοποιείται σε ιδιόκτητα ή συγγενικά σπίτια. Η κατανάλωση και επένδυση

όμως που πραγματοποιούν επηρεάζει έντονα την αγορά του τόπου της παραμονής

τους.

2. Αφίξεις τουριστών

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 1999 οι αφίξεις των τουριστών ήταν

12.606.000, έναντι 10.712.000 το 1995 και 9.310.000 το 1990.

Δηλαδή, τη δεκαετία 1990-1999 παρατηρήθηκε αύξηση των αφίξεων κατά 35%.

Στους αριθμούς όμως αυτούς περιλαμβάνονται και οι αφίξεις από την Αλβανία, τη

Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία, τη FYROM, την Ουκρανία, τη Ρουμανία, το Ιράν, την

Αίγυπτο και το Σουδάν. Οι αλλοδαποί που προέρχονται από τις χώρες αυτές

προφανώς δεν είναι στην πραγματικότητα τουρίστες, αλλά οικονομικοί μετανάστες.

Οι αφίξεις από τις χώρες αυτές ήταν 1.240.000 το 1999, έναντι 612.000 το 1995

και 753.000 το 1990.

Συνεπώς, οι αφίξεις πραγματικών τουριστών στη χώρα μας ήταν 11.366.000 το

1999, έναντι 10.100.000 το 1995 και 8.557.000 το 1990.

Δηλαδή, στη δεκαετία 1990-1999 οι αφίξεις πραγματικών τουριστών αυξήθηκαν κατά

34%.

Από τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέρχονται 8.789.000 αφίξεις το 1999,

έναντι 7.856.000 το 1995 και 6.742.000 το 1990. Δηλαδή, τη δεκαετία 1990-1999

παρατηρήθηκε αύξηση 30%.

Το 40% – 50% των τουριστών από την Ευρώπη προέρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία,

τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Σουηδία.

Από τα κράτη της Αμερικής προέρχονται 305.000 αφίξεις το 1999, έναντι 324.000

το 1995 και 383.000 το 1990. Δηλαδή, τη δεκαετία 1990-1999 παρατηρήθηκε

σταδιακή μείωση 20,4%.

Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρήθηκε στις αφίξεις από τις ΗΠΑ και τον Καναδά, ενώ

οι αφίξεις από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής παρέμειναν στα ίδια επίπεδα.

Μεγάλη μείωση, επίσης, παρατηρείται στις αφίξεις από την Αυστραλία. Οι αφίξεις

από την Αυστραλία το 1999 ανήλθαν σε 51.000, έναντι 55.000 το 1995 και 101.000

το 1990. Δηλαδή, τη δεκαετία 1990-1999 παρατηρήθηκε μείωση 50%.

Οι αφίξεις από την Ιαπωνία το 1999 ανήλθαν σε 84.000, έναντι 89.000 το 1995

και 108.000 το 1990. Δηλαδή, τη δεκαετία 1990-1999 παρατηρήθηκε μείωση 22%.

Επισημαίνεται ότι οι τουρίστες που μετέχουν σε κρουαζιέρες ανήλθαν σε 442.000

το 1999, έναντι 582.000 το 1995 και 437.000 το 1990. Δηλαδή, παρατηρείται μια

στασιμότητα στις αφίξεις στην Ελλάδα τουριστών που μετέχουν σε κρουαζιέρες.

Στόχος μας πρέπει να είναι στο τέλος της δεκαετίας να φθάσουμε ετησίως τις

16.000.000 αφίξεις τουριστών. Και ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στους

τουρίστες που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από τις ΗΠΑ, τον Καναδά,

την Αυστραλία και την Ιαπωνία, που χαρακτηρίζονται από υψηλό εισοδηματικό

επίπεδο.

Ασφαλώς θα πρέπει να αρχίσει και μια συστηματική προσπάθεια για την προσέλκυση

τουριστών στο μέλλον από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας, των

οποίων οι αγορές και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους θα αναπτύσσεται.

Η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τη Βαλκανική έχει επηρεάσει δυσμενώς τον

τουρισμό μας. Και έχει αποδειχθεί ότι ο τουρισμός είναι ευαίσθητος σε παρόμοια

έκτακτα γεγονότα.

Ειδικότερα οι εξελίξεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία επηρεάζουν αρνητικά τις

αφίξεις στην Ελλάδα των τουριστών που χρησιμοποιούν ως μεταφορικό μέσο το

αυτοκίνητο.

Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που επιβάλλει τη δρομολόγηση στη γραμμή

Ελλάδας – Ιταλίας αξιόπιστων και ταχύπλοων πλοίων.

Το 51% των τουριστών αφικνείται στη χώρα μας την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου

και το 30% την περίοδο Απριλίου – Ιουνίου. Ενώ τους χειμερινούς μήνες

Ιανουάριο – Μάρτιο το 6% και την περίοδο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου το 12%.

Υπάρχει, δηλαδή, μεγάλη συγκέντρωση των αφίξεων τουριστών, που ξεπερνάει το

80%, την περίοδο Απριλίου – Σεπτεμβρίου.

Η Ελλάδα μπορεί να διαθέσει ποικιλία τουριστικών υπηρεσιών, όπως ο συνεδριακός

τουρισμός, ο περιηγητικός, ο θεραπευτικός, ο ορειβατικός, ο αγροτουρισμός

κ.λπ., με συνέπεια να διευρυνθεί η τουριστική περίοδος προσφέροντας νέα

τουριστικά προϊόντα. Αλλά και άλλες μορφές τουριστικών δραστηριοτήτων μπορεί

να αναπτυχθούν, όπως π.χ. με τη δημιουργία πίστας αγώνων ταχύτητας

αυτοκινήτων, που σε άλλες χώρες είναι γνωστό ότι αποτελεί πόλο έλξης

τουριστών. Παρόμοιας μορφής τουριστικές δραστηριότητες θα βοηθούσαν στην

ανάπτυξη του τουρισμού και σε περιόδους όπου δεν παρατηρείται η καλοκαιρινή

αιχμή.

3. Χρόνος παραμονής τουριστών

Ο μέσος χρόνος παραμονής των τουριστών στην Ελλάδα εκτιμάται ότι είναι εννέα

ημέρες. Στόχος μας θα πρέπει να είναι ο μέσος χρόνος παραμονής των τουριστών

στη χώρα να φθάσει τις 11 ημέρες.

Η αύξηση του μέσου χρόνου παραμονής θα επηρεάσει θετικά το μέσο ημερήσιο

κόστος για κάθε τουρίστα, λόγω του επιμερισμού του κόστους ταξιδιού σε

περισσότερες ημέρες. Και αυτό είναι δυνατόν να γίνει, όπως άλλωστε συνέβη και

σε άλλες τουριστικές χώρες.

Το 1999 οι διανυκτερεύσεις ανήλθαν σε 45.800.000, έναντι 35.600.000

διανυκτερεύσεων του 1990. Δηλαδή αυξήθηκαν κατά 28,6%. Οι διανυκτερεύσεις

αυξήθηκαν με μικρότερο ρυθμό από τις αφίξεις τουριστών.

Τη δεκαετία του 1990 οι κλίνες στα ξενοδοχεία αυξήθηκαν κατά 38% και από τις

423.660 που ήταν το 1990 έφθασαν τις 586.372 το 2000.

Ειδικότερα οι κλίνες πολυτελείας αυξήθηκαν κατά 70%: της Α’ κατηγορίας κατά

57%, της Β’ κατά 17%, της Γ’ κατά 47%, της Δ’ κατά 21% και της Ε’ κατά 3%.

Οι κλίνες στην Αττική μειώθηκαν περίπου κατά 5%, ενώ υπάρχει μεγάλη αύξηση

στις ακόλουθες περιοχές: στη Μακεδονία αυξήθηκαν κατά 76%, στις Κυκλάδες κατά

65%, στα υπόλοιπα Νησιά του Αιγαίου κατά 63%, στα Ιόνια Νησιά κατά 60%, στην

Κρήτη κατά 52%, στα Δωδεκάνησα κατά 49%, στην Ήπειρο κατά 37%, στη Θεσσαλία

και τις Σποράδες κατά 32%, στη Θράκη κατά 24% και στην Πελοπόννησο κατά 17%.

Οι κλίνες στην Κρήτη καλύπτουν το 20% του συνόλου των κλινών, στα Δωδεκάνησα

το 17%, στη Στερεά Ελλάδα το 15,5%, στη Μακεδονία το 13%, στα Ιόνια Νησιά το

11%, στην Πελοπόννησο το 7%, στις Κυκλάδες το 6%, στη Θεσσαλία και τις

Σποράδες το 4%, στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου το 3,5%, στην Ήπειρο το 1,5%

και στη Θράκη το 0,8%.

Η αναβάθμιση του ξενοδοχειακού δυναμικού Β’ και Γ’ κατηγορίας με τον

εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της ποιότητας, συνιστά σήμερα πρωταρχικής

σημασίας παράγοντα για την προσέλκυση τουριστών υψηλότερου εισοδηματικού

επιπέδου.

Επισημαίνεται ότι λόγω της μεγάλης προβολής της χώρας μας, εξαιτίας της

τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, πρέπει να αναμένεται φυσιολογικά

αυξημένη ζήτηση τουριστικών καταλυμάτων για τη δεκαετία του 2000, εφόσον

βέβαια γίνει ορθή προβολή των τουριστικών δυνατοτήτων της χώρας μας με την

ευκαιρία της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004.