Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, Άλαν Γκρίνσπαν, κατέχει μια από

τις πιο σημαντικές θέσεις στην αμερικανική αλλά και την παγκόσμια οικονομία

Σαν το Χορό σε μια αρχαία ελληνική τραγωδία, ο γενικός διευθυντής της

Κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας, Γιουτάκα Γιαμαγκούτσι, πήρε το λόγο και

περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο πώς η ιαπωνική οικονομία μετά την εντυπωσιακή

ανάπτυξή της τη δεκαετία του ’80 κατέληξε σήμερα να αντιμετωπίζει σοβαρή

κρίση. Η περιγραφή του αυτή θύμιζε σε πολλά σημεία το κλίμα που έχει

δημιουργηθεί σήμερα στις ΗΠΑ από τη συνεχή άνοδο της Γουώλ Στρητ. «Ένα ερώτημα

μάς κυνηγά μέχρι σήμερα», τόνισε ο Γιαμαγκούτσι. Εάν η κυβέρνηση ακολουθούσε

διαφορετική πολιτική θα μπορούσε να αποφευχθεί η χρηματιστηριακή κρίση και η

ύφεση που επακολούθησε; «Κρίνοντας εκ των υστέρων», απάντησε ο ίδιος στην

ερώτησή του, «η αρχική αυτή ευημερία δεν μπορούσε να διατηρηθεί».

Ο διοικητής της Ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Άλαν Γκρίνσπαν, άκουγε

προσεκτικά καθισμένος στην πρώτη σειρά του συνεδριακού κέντρου Τζάκσον Λέικ

Λοτζ στο Κάνσας. Ο σύμβουλος οικονομικής πολιτικής του προέδρου Κλίντον, Τζην

Σπέρλινγκ, καθόταν ακριβώς πίσω του. Και τα περισσότερα από τα ανώτατα στελέχη

της Fed βρίσκονταν διασκορπισμένα στις υπόλοιπες θέσεις της αίθουσας.

Επιπτώσεις

Το θέμα συζήτησης ήταν η συνεχής άνοδος που παρουσιάζει τον τελευταίο καιρό το

χρηματιστήριο των ΗΠΑ και τι επιπτώσεις μπορεί αυτή να έχει στην οικονομία. Ο

Γιαμαγκούτσι συνέχισε να μιλά. Κάνοντας μια ανασκόπηση για τα λάθη που έκανε η

Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας και δεν μπόρεσε να προλάβει την επερχόμενη

κρίση, ο ίδιος άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Γκρίνσπαν να κάνει τα ίδια λάθη

που οδήγησαν σε ύφεση την ιαπωνική οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Ωστόσο, πολλά στελέχη που πήραν μετά το λόγο υποστήριξαν πως οι ΗΠΑ δεν θα

αντιμετωπίσουν παρόμοιο πρόβλημα. Οι ίδιοι έμαθαν καλά το μάθημά τους, είπαν.

Η αμερικανική αγορά, για παράδειγμα, δεν είναι πληθωριστική όπως ήταν η

αντίστοιχη ιαπωνική τη δεκαετία του ’80. Τι θα γίνει όμως σε περίπτωση κρίσης

στη Γουώλ Στρητ; Ο διοικητής της Fed είναι πάντα έτοιμος να περιορίσει τη

ζημιά, όπως έχει αποδείξει κατά το παρελθόν. «Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης

αναφορικά με τις υφέσεις, φαίνεται να ξεχνούμε πως ο Γκρίνσπαν είναι πάντα

έτοιμος να αντιδράσει» τόνισε ο οικονομολόγος του Πανεπιστημίου της Νέας

Υόρκης Μαρκ Γκέρτλερ, ο οποίος με τον Μπεν Μπέρνανκε από το Πανεπιστήμιο του

Πρίνστον, εκπόνησαν μελέτη όπου αναφέρονται τα μέτρα που θα πρέπει να λάβει η

Fed για να μειώσει τους κινδύνους που προέρχονται από την υψηλή τιμή στην

οποία έχουν φτάσει οι περισσότερες μετοχές στη Γουώλ Στρητ.

Ο Γκρίνσπαν κατέχει μια από τις πιο υπεύθυνες θέσεις στην αμερικανική

κοινωνία. Ο ίδιος είναι ένα πολύ γνωστό πρόσωπο που έχει λάβει τα εύσημα για

την αναπτυξιακή πορεία που ακολουθεί η χώρα τα τελευταία χρόνια, όντας όμως ο

πρώτος στόχος των περισσοτέρων στην περίπτωση που τα πράγματα δεν πάνε καλά.

«Όταν καταρτίζουμε τα μακρο-οικονομικά μας μοντέλα, θα πρέπει να ενσωματώνουμε

ακριβείς περιγραφές του τρόπου με τον οποίο αντιδρούν τα νοικοκυριά και οι

επιχειρήσεις στον κίνδυνο» δηλώνει ο Γκρίνσπαν, αναφερόμενος στους κινδύνους

που αναλαμβάνονται όταν κάποιος αγοράζει μετοχές ή ακίνητα σε μια χρονική

στιγμή που οι τιμές συνεχώς ανεβαίνουν. Οι τιμές των μετοχών, ειδικότερα,

έχουν γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων και διαβουλεύσεων στην Κεντρική

Τράπεζα των ΗΠΑ, όπου καθορίζονται τα επιτόκια. «Καθώς περνά ο καιρός»,

σημειώνει το ανώτερο στέλεχος της Fed, Έντουαρντ Κέλεϊ, «διαφορετικοί τομείς

της οικονομίας έχουν μεγαλύτερη επίδραση από κάποιους άλλους».

Τη δεκαετία του ’70 ήταν το πετρέλαιο, ενώ τη δεκαετία του ’80 ήταν το

δολάριο. «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σήμερα, το χρηματιστήριο είναι πολύ

σημαντικός παράγοντας σε ολόκληρη την οικονομία», προσθέτει ο ίδιος. Ποιος

όμως είναι ο ρόλος που θα πρέπει να έχει η κεφαλαιαγορά στον καθορισμό της

πολιτικής που ακολουθεί η Κεντρική Τράπεζα; Σύμφωνα με τους Γκέρτλερ και

Μπέρνανκε, ο Γκρίνσπαν πράττει σωστά όταν καθορίζει ένα ευέλικτο στόχο για τον

πληθωρισμό. Σήμερα ο στόχος είναι ο πληθωρισμός να φτάσει περίπου το 2%

Πραγματικά, ο στόχος αυτός βρίσκεται πολύ κοντά στην ετήσια αύξηση των Δεικτών

Καταναλωτή. Όταν ο πληθωρισμός ξεπερνά ή ετοιμάζεται να ξεπεράσει αυτό το

όριο, η Κεντρική Τράπεζα, ακολουθώντας ευέλικτη οικονομική πολιτική, συνήθως

ανεβάζει τα επιτόκια σε μια προσπάθεια να σταματήσει την ανάπτυξη της

οικονομίας. Και όταν υπάρχουν ενδείξεις πως δημιουργείται κίνδυνος να πέσει ο

πληθωρισμός κάτω από το στόχο που έχει καθοριστεί, τότε τα επιτόκια μειώνονται

για να κάνουν πιο εύκολο το δανεισμό και την κατανάλωση.

Η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών λαμβάνεται πάντοτε υπόψη. Στην περίπτωση που η

ζήτηση υπερβεί την παραγωγή, τότε τα επιτόκια αυξάνονται, ενώ στην αντίθετη

περίπτωση μειώνονται. Με αυτό το σκεπτικό, οι τιμές των μετοχών δεν θα έπρεπε

να αποτελούν το στόχο της πληθωριστικής πολιτικής. Ο Γκρίνσπαν, σύμφωνα με

τους Γκέρτλερ και Μπέρνανκε, ακολουθεί τη σωστή πολιτική.

Οι τιμές των μετοχών αντιμετωπίζονται σαν ένα μόνο συστατικό του πληθωρισμού,

μαζί με τους αυξανόμενους μισθούς, τη μεταβολή στις τιμές των καυσίμων και τη

μεταβολή της ισοτιμία του δολαρίου. Οι ανοδικές αυτές τιμές μπορούν να

αυξήσουν τον πληθωρισμό επειδή κάνουν πιο εύπορους τους πολίτες και τις

επιχειρήσεις. Η ζήτηση αυξάνεται και αν ξεπεράσει τις δυνατότητες της

οικονομίας να παράσχει περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες, τότε θα οδηγήσει σε

αύξηση του πληθωρισμού. Όμως είναι πράγματι υπερβολικά υψηλές οι τιμές των

μετοχών; Τα τελευταία 25 χρόνια αυτές έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο περίπου 25%,

καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Ή μήπως οι ΗΠΑ έχουν μπει σε μια εποχή

μεγαλύτερης αποδοτικότητας και ευημερίας που δικαιολογεί την αύξηση αυτή; Ο

Γκρίνσπαν επισήμως δηλώνει πως δεν γνωρίζει την απάντηση. Και εκεί ακριβώς

μπορεί να γίνει το λάθος, το οποίο μπορεί να είναι η αδυναμία της Fed να

αυξήσει τα επιτόκια τόσο ώστε να αντισταθμιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις που

δεν φαίνονται ακόμη στον πληθωρισμό και προέρχονται από υπερτιμημένες μετοχές.

Αυτό το λάθος έκανε η Ιαπωνία, σύμφωνα με τον Γιαμαγκούτσι. «Ο Δείκτης Τιμών

Καταναλωτή έμεινε κοντά στο μηδέν για τρία χρόνια, ενώ η πραγματική ανάπτυξη

έφτασε το 5% το χρόνο, ενώ κυμαινόταν περίπου στο 4% στις αρχές της δεκαετίας

του ’80», δήλωσε ο ίδιος. Όλοι έμειναν με την εντύπωση πως τα επιτόκια,

απούσης της παρουσίας ορατού πληθωρισμού, θα έπρεπε να μείνουν σε χαμηλά

επίπεδα. Με τα επιτόκια σε αυτά τα επίπεδα επικράτησε η αντίληψη πως η

οικονομική ανάπτυξη θα συνεχιστεί απρόσκοπτη και στο μέλλον ­ όπως ακριβώς

συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ ­ με αποτέλεσμα να αυξάνονται συνεχώς οι τιμές των

μετοχών και των ακινήτων. Όταν ο πληθωρισμός έκανε ορατή την παρουσία του,

συνέχισε ο Γιαμαγκούτσι, η Τράπεζα της Ιαπωνίας ανέβασε τα επιτόκια, δίνοντας

τη λανθασμένη εντύπωση πως η κίνηση αυτή έγινε με σκοπό να μειωθούν οι τιμές

των μετοχών και όχι να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός.

Διαφωνίες

Πολλοί, ωστόσο, διαφωνούν με το συλλογισμό αυτό, υποστηρίζοντας πως οι Ιάπωνες

αξιωματούχοι προσπάθησαν να μειώσουν τις τιμές των μετοχών, επειδή όντως

φοβούνταν για την πορεία του χρηματιστηρίου. Όποια και αν είναι η αλήθεια, ο

Γκέρτλερ και ο Μπέρνανκε πιστεύουν πως οι ΗΠΑ δεν θα αντιμετωπίσουν παρόμοια

προβλήματα. Κρατήστε τον πληθωρισμό στο επίπεδο που θέλετε, υποστηρίζουν και

αφήστε το χρηματιστήριο να ακολουθήσει το δρόμο του. Ο Γκρίνσπαν είναι σε θέση

να αντιδράσει πολύ πιο γρήγορα από τους Ιάπωνες και να περιορίσει τη ζημιά,

μειώνοντας τα επιτόκια και διευκολύνοντας το δανεισμό. «Αν ο κόσμος είναι

σίγουρος πως η Fed θα σταθεροποιήσει την οικονομία», δηλώνει ο Γκέρτλερ, «τότε

αυτή η πίστη από μόνη της θα αποτελέσει παράγοντα σταθεροποίησης».

Οι αμερικανικές τράπεζες είναι πολύ πιο ισχυρές από ό,τι ήταν οι τραπεζικοί

όμιλοι στην Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του ’90, καθώς δεν έχουν τεράστια

χρέη. Το γεγονός αυτό από μόνο του θα περιορίσει τη ζημιά σε περίπτωση που η

Γουώλ Στρητ ακολουθήσει έντονη καθοδική πορεία, τονίζουν οι Γκέρτλερ και

Μπέρνανκε. Ο Γιαμαγκούτσι φαίνεται να συμφωνεί. Ωστόσο, υπάρχει και ο

αντίλογος. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο γενικός διευθυντής της Bank of

International Settlements, Άντριου Κρόκετ, «απρόβλεπτα πράγματα μπορούν να

συμβούν». Εάν υπάρξει ύφεση στην κεφαλαιαγορά, τότε μπορεί να αποδειχτεί πως ο

κόσμος έχει πολλά χρέη τα οποία κανείς δεν μπορούσε να εκτιμήσει πως υπήρχαν,

καταλήγει ο ίδιος.

* Ο Louis Uchitelle είναι οικονομικός συντάκτης στην εφημερίδα «The New

York Times»