Τέσσερα μόλις διηγήματα (αν και πολύ εκτεταμένα) αποτελούν το «Νυχτερινό ρεύμα» του Κώστα Κατσουλάρη και παρά τις εντελώς διαφορετικές ανάμεσά τους υποθέσεις συγκλίνουν όσον αφορά μια βασική «αρχή», που και αυτή παραμένει δύσκολα προσδιορίσιμη. Μια πραγματικότητα που της αφαιρεί κάθε στολίδι, που ανελέητα την απογυμνώνει (και μιλάμε για την Αθήνα «στα χρόνια της έξαψης και της πτώσης», όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου), ταυτόχρονα την κάνει τόσο γοητευτική, σχεδόν σαν να έχουμε μια επαναμυθοποίησή της.

Φαίνεται πως όταν ένας πεζογράφος φθάνει στο κουκούτσι, στον βαθύτατο πυρήνα των ανθρώπινων σχέσεων, όπως ο Κατσουλάρης, η πραγματικότητα παύει να είναι σκληρή ή παρηγορητική, χυδαία ή ποιητική. Γίνεται συναρπαστική ακόμη και εάν θα είχε κανείς κάθε λόγο να την απεύχεται. Σε βαθμό μάλιστα που να μεταβάλλεται σε δευτερεύουσας σημασίας ακόμα και το θέμα της έμπνευσης –αν και δεν υπολείπεται καθόλου στο «Νυχτερινό ρεύμα» –καθώς πλειοψηφούν στη συνείδηση του αναγνώστη οι ανθρώπινες σχέσεις. Που, αν και μέσα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και σκληρά δοκιμασμένες, εγείρουν τη νοσταλγία για κάτι που θα μπορούσε να υπάρξει –χωρίς όμως να είναι η πεζογραφία η αρμόδια για να εξεικονίσει την προοπτική αυτή.

Το γνωρίζει πολύ καλά ο Κατσουλάρης, γι’ αυτό είτε πρόκειται για τον πενηντάχρονο άνεργο που συνοδεύει τη μητέρα του σε γειτονιά της Κυψέλης προκειμένου να εισπράξει τη σύνταξή της είτε για τη νεαρή συγγραφέα από τη Θεσσαλονίκη που οι εξομολογήσεις ενός μεσήλικου λογιστή μοιάζει να τροφοδοτούν ένα σχέδιο, που δεν είναι άμοιρη η ίδια στην εκπόνησή του, το μόνο που θα αντεδείκνυτο θα ήταν μια δραματική εξωτερικά κορύφωση.

Οπως συμβαίνει στη ζωή, έτσι ακριβώς και στην τέχνη κάθε «τέλος» ενσωματώνεται με τον πιο απρόβλεπτα (αν μπορεί να ειπωθεί) στάσιμο τρόπο μέσα σε ό,τι έχει προηγηθεί, ενώ η δραματικότητα έγκειται στο γεγονός ότι αν και πρόκειται για ένα «τέλος» ολοφάνερο, αδυνατεί να το υποψιαστεί κυρίως εκείνος που έχει πιαστεί στα βρόχια του. Παρά την ένταση που χαρακτηρίζει συχνά τις σχέσεις όλων των ηρώων του «Νυχτερινού ρεύματος», αισθάνεσαι ότι θα μπορούσες να επινοήσεις ο ίδιος ως αναγνώστης μια άλλη εξέλιξη σε όσα διαδραματίζονται, αφού κυριαρχεί η εντύπωση ότι δεν είναι ένας συγγραφέας που σου τα αφηγείται αλλά η ίδια η ζωή, αν συνέβαινε να διαθέτει φωνή.

Γεγονός που ενδέχεται να αφαιρεί το μέγιστο της δραματικότητας από περιστατικά που αναμφισβήτητα τη διαθέτουν. Από την άλλη όμως, αν και συγκινείσαι, νιώθεις ως σωτήρια πεζογραφικά αυτή την απόσταση που η ζωή μοιάζει να κρατάει σε σχέση με οτιδήποτε ξεπερνάει το μέτρο είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Αφού όσο δραματική και αν είναι συχνά μια υπόθεση για ανθρώπους που συμβαίνει να τη ζουν τόσο αδιάφορη μοιάζει για άλλους που ενώ κάλλιστα, με μια ανεπαίσθητη αλλαγή των συσχετισμών, θα μπορούσε να ενέχονται σε αυτήν, τώρα τους επιτρέπεται, χωρίς να δικαιολογούνται, να την αντιμετωπίζουν σαν ξένη.

Σε αυτό ακριβώς το μεταίχμιο τα τέσσερα διηγήματα του Κώστα Κατσουλάρη πείθουν ότι κάθε προσωπική εστίαση στα γεγονότα, ακόμη και ενός δεινού πεζογράφου, τα αφήνει ανολοκλήρωτα, ημιτελή. Με τον ίδιο βεβαίως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Κώστας Κατσουλάρης

Νυχτερινό ρεύμα

Εκδ. Πόλις

Σελ. 160

Τιμή: 11 ευρώ