Ο Κνουτ Χάμσουν, ο νομπελίστας που αμαύρωσε το όνομά του όταν εξέφρασε την υποστήριξή του στον Χίτλερ, έγραψε την «Πείνα», το πρώτο του μυθιστόρημα, το 1890. Το έργο βασίζεται «στις παλαβές καταστάσεις» που έζησε ο συγγραφέας. Εκείνη την περίοδο βίωνε συνθήκες απόλυτης σωματικής εξαθλίωσης και προσπαθούσε να γράψει.

Τι είναι αυτό που καθιστά ένα μυθιστόρημα αξιανάγνωστο, εκατόν είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση; Πότε πεθαίνουν τα κείμενα; Και γιατί κάποια από αυτά καταφέρνουν να επιβιώσουν σε τελείως διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα;

«Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να περιγράψω την περίεργη ζωή του νου, τα μυστήρια της ψυχής σε ένα κορμί που πεινάει». Τάδε έφη Κνουτ Χάμσουν για την «Πείνα». Ο αφηγητής αφήνει κατά μέρος την τυραννία της πλοκής, τις ψυχολογίστικες ηθικολογίες και καταβυθίζεται στην εσωτερική του ζωή. Ενα σώμα πεινάει, ένα μυαλό φλέγεται, μια κοινωνία παρατηρεί. Σε μια εποχή που ο νατουραλισμός είναι παντοκράτορας, ο Χάμσουν καταφέρνει τομή στην ιστορία της λογοτεχνίας: εστιάζει στη σκέψη και στην ψυχή του αφηγητή του. Μόνο που αυτά άγονται και φέρονται από το ταπεινό σαρκίο του. Από την πείνα που τον δυναστεύει. Ο Χάμσουν αποτυπώνει τον «ψίθυρο του αίματος και την ικεσία των σπλάγχνων». Αποδίδει με τα μελανότερα χρώματα τον αστικό πολιτισμό: η ζωή στη μητρόπολη συνεπάγεται πολλές κακοτοπιές. Εναν αγώνα ατελέσφορο, που σημαδεύεται από πολλές μικρές ή μεγαλύτερες ήττες.

Η τραμπάλα

Η υπόθεση έχει συνοπτικά ως εξής: «Ενας νεαρός έρχεται σε μια πόλη. Είναι ανώνυμος, άστεγος, άνεργος· έρχεται στην πόλη για να γράψει. Γράφει. Ή, ακριβέστερα, δεν γράφει. Λιμοκτονεί έως θανάτου». Χριστιανία (σημερινό Οσλο), 1890. Ο νεαρός αφηγητής γράφει πυρετικά άρθρα για μια εφημερίδα –χωρίς να του τα ζητήσουν. Αλλοτε γίνονται δεκτά, δημοσιεύονται και πληρώνεται, άλλοτε όχι. Ο ίδιος βρίσκεται πάντα ένα βήμα πριν από την κατάρρευση. Πουλάει τα υπάρχοντά του, εκλιπαρεί, ζητιανεύει, αίφνης συμπεριφέρεται σαν πλούσιος αστός, αφήνει μυθικά φιλοδωρήματα. Τα ρούχα του είναι φθαρμένα έως εξευτελισμού, η τρέλα τον χτυπάει κατακούτελα από την αφαγία. Ζει σε έναν ατέρμονα φαύλο κύκλο: «αν δε γράψει, δεν θα φάει. Κι αν δεν μπορεί να φάει, δεν μπορεί να γράψει».

Μονολογεί, τρομοκρατεί τους πάντες γύρω του, φλερτάρει μια εξαθλιωμένη κοπέλα. Ταπεινώνεται. Βρίσκεται διαρκώς σε μία ανισόρροπη τραμπάλα: αστική ευγένεια και λούμπεν συμπεριφορά. Αλήθεια και ψέμα. Κρίσεις μεγαλείου και κατακρημνίσεις απόλυτης εξαθλίωσης.

Ακραίος υποκειμενισμός

Στον εξαιρετικά ευθύβολο πρόλογό του, ο Πολ Οστερ αντιπαραθέτει την «Πείνα» με τα τυπικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Εκεί θριαμβεύει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής. Ο αφηγητής της «Πείνας» είναι βουτηγμένος σε ακραίο υποκειμενισμό. Ο ιστορικός χρόνος, ο οποίος αποτελεί τη βασική οργανωτική αρχή του μυθιστορήματος σύμφωνα με τον Οστερ, απαλείφεται.

Εδώ όλα είναι υποκειμενικά. Ενα ιδιότροπο μυαλό. Ενας περιθωριακός άνθρωπος. Ενα σώμα σε συνθήκες κατάρρευσης. Μόνο που ο αφηγητής δεν βιώνει συνθήκες ταξικής αδικίας. Είναι πνευματικά αλαζόνας, σχεδόν επιζητεί την αναποδιά: «σαν να θέλει να κάνει απεργία πείνας εις βάρος του εαυτού του» σημειώνει ο Οστερ.

Ο αφηγητής του Χάμσουν επιθυμεί κολασμένα να γίνει συγγραφέας. Αυτό θα μπορούσε να είναι το νεανικό καλλιτεχνικό πορτρέτο του. Η μαθητεία του στα δεσμά του σώματος, στην πείνα που φέρνει παρακρούσεις, στην εξαθλίωση που δεν έχει πάτο. Οι αντοχές του δοκιμάζονται, η συγγραφική του θέληση επίσης.

Η μετάφραση αποδίδει τον πυρετό στο μυαλό του αφηγητή και το επίμετρο του μεταφραστή εντάσσει το μυθιστόρημα στα γραμματολογικά και ιστορικοκοινωνικά του συμφραζόμενα.

«Η σκέψη του Θεού άρχισε να με απασχολεί ξανά. Μου φάνηκε αδικαιολόγητο εκ μέρους του να επεμβαίνει κάθε φορά που έβρισκα κάποια δουλειά και να καταστρέφει τα πάντα, ενώ το μόνο που ζητούσα ήταν να κερδίζω τον επιούσιο. Είχα παρατηρήσει πως, όταν δεν είχα φάει για καιρό, ήταν λες και το μυαλό μου κυλούσε αργά έξω από το κρανίο μου και το άφηνε άδειο» (σελ. 42). Η πείνα για τον αφηγητή, με όλα τα σημάδια που αφήνει στο μυαλό και το σώμα του, αποκτά υπαρξιακό και συγγραφικό βάθος: «Καθώς προχωρούσε ο καιρός, η πείνα μου, σωματική και ψυχική, μεγάλωνε και κάθε μέρα ξέπεφτα σε όλο και πιο ανέντιμες πράξεις. Ψευδόμουν ανερυθρίαστα, κορόιδευα φτωχούς ανθρώπους και δεν πλήρωνα νοίκι, πάλευα με την ποταπή σκέψη να βάλω χέρι σε ξένη κουβέρτα, όλα χωρίς ενδοιασμό, χωρίς την παραμικρή τύψη στη συνείδησή μου. Κάτι είχε αρχίσει να σαπίζει μέσα μου, μαύρη μούχλα απλωνόταν και σκέπαζε τα πάντα. Ψηλά στον ουρανό καθόταν ο Θεός και με παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι, μεριμνούσε ώστε η πτώση μου να συντελεστεί σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης, αργά και σταθερά, χωρίς να διαταραχτεί ο ρυθμός της» (σελ. 78).

Χωρίς φωτοστέφανο

Η πείνα δεν ωραιοποιείται στο μυθιστόρημα του Χάμσουν, δεν φοράει φωτοστέφανο. Κατατρώει τις αστικές συμβάσεις της ευγένειας και του καθωσπρεπισμού, δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Ο πεινασμένος χάνει τον εαυτό του. Ολα αυτά που νόμιζε πως είναι, όλα αυτά που πίστευε ότι μπορεί να κάνει εξαχνώνονται. Στον πυρήνα της ύπαρξής του δεν μένει τίποτα, μόνο το σώμα που βοά για τροφή. Το μυαλό ταράσσεται: «Ημουν μεθυσμένος από ασιτία, η πείνα με είχε παλαβώσει» (σελ. 93).

Αυτό που καθιστά κάποια κείμενα αξιανάγνωστα αιώνες μετά τη συγγραφή τους είναι το ανθρωπογνωστικό τους βάθος. Ο τρόπος που σκάβουν βαθιά και φτάνουν στον πυρήνα της ύπαρξης, χωρίς καλολογίες και ψιμύθια. Η «Πείνα» είναι ένα κλασικό έργο. Και έχει σημασία να τη διαβάσουμε γιατί αποτυπώνει το πώς το σώμα διαμορφώνει το πνεύμα –και όχι το αντίστροφο.

Knut Hamsun

Η Πείνα

Μτφ. Δ. Παπαγρηγοράκης

Εισαγωγή: Paul Auster

Εκδ. Μεταίχμιο, 2014, Σελ.278

Τιμή: 14,40 ευρώ