Στο τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημα του Χένινγκ Μάνκελ, ο διάσημος ήρωάς του επιθεωρητής Κουρτ Βαλάντερ έρχεται αντιμέτωπος με τον τρόμο της απώλειας μνήμης.

«Ακόμα θυμάμαι την υπέροχη αίσθηση που έχεις όταν γράφεις μια πρόταση και μετά περισσότερες προτάσεις για να πεις μια ιστορία. Το πρώτο πράγμα που έγραψα ήταν η περίληψη σε μια σελίδα του «Ροβινσώνα Κρούσου» και λυπάμαι πάρα πολύ που δεν την έχω πια, γιατί εκείνη τη στιγμή έγινα συγγραφέας», αναφέρει ο Χένινγκ Μάνκελ στην επίσημη ιστοσελίδα του. Από τότε μέχρι σήμερα, όμως, ο σουηδός συγγραφέας έχει γράψει περισσότερα από 40 βιβλία, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες και έχουν πουλήσει περισσότερα από 40 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Και ο Κουρτ Βαλάντερ είναι ο διάσημος ήρωάς του, ο οποίος μάλιστα έχει μεταφερθεί πολλές φορές στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Μία από αυτές είναι και η τηλεοπτική σειρά του BBC, στην οποία ο βρετανός ηθοποιός Κένεθ Μπράνα ενσαρκώνει με επιτυχία τον καταθλιπτικό επιθεωρητή που υπηρετεί στο αστυνομικό τμήμα της γραφικής σουηδικής πόλης Ισταντ.

Ο Βαλάντερ καταφέρνει να διαλευκάνει όλες τις υποθέσεις που αναλαμβάνει, η προσωπική του ζωή όμως δεν είναι εξίσου επιτυχημένη. Παλεύει με το πάχος, την κατάθλιψη, τον διαβήτη, τη μοναξιά, την αδυναμία να κάνει σχέσεις με γυναίκες. Πώς όμως είναι δυνατόν να είναι τόσο δημοφιλής ένας ντετέκτιβ σε τέτοια παρακμή; Μπορεί κανείς να φανταστεί τον Τζέιμς Μποντ να κλείνεται στην τουαλέτα για να κάνει ενέσεις ινσουλίνης; Κι όμως ο Βαλάντερ το κάνει, από τη στιγμή μάλιστα που διαγνώστηκε η αρρώστια του έγινε ακόμη πιο αγαπητός στο αναγνωστικό κοινό. Ο Μάνκελ αποδίδει αυτή την επιτυχία στο «σύνδρομο του διαβήτη»: «Μετά το τρίτο μυθιστόρημα μίλησα με μια φίλη μου γιατρό γιατί ήθελα να του βρω μια αρρώστια. Κι εκείνη μου είπε ότι ένας άνθρωπος με τη ζωή του Βαλάντερ, που τρώει συνεχώς junk food, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα γίνει διαβητικός», είπε ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα «Ντι Τσάιτ».

Σε καθένα από τα δέκα βιβλία συμβαίνουν αλλαγές στη ζωή του αστυνομικού επιθεωρητή, όπως άλλωστε και σε κάθε κοινό θνητό. Ετούτο όμως το τελευταίο, «Το φθινόπωρο του Βαλάντερ», είναι ίσως το πιο σκληρό από όλα, αφού ο ντετέκτιβ έρχεται αντιμέτωπος με τον τρόμο της Αλτσχάιμερ. Αυτό, λοιπόν, είναι το τέλος του επιθεωρητή Βαλάντερ; Ναι, λέει ο Μάνκελ. «Η ιστορία του Κουρτ Βαλάντερ τελειώνει μια για πάντα. Τα χρόνια που του μένουν να ζήσει –δέκα, ίσως παραπάνω –ανήκουν στον ίδιο. Στον ίδιο, στη Λίντα και στην Κλάρα. Σε κανέναν άλλον». Η Λίντα είναι η κόρη του και η Κλάρα το πρώτο του εγγόνι. Ομως η Λίντα –ο Μάνκελ τής έχει ήδη αφιερώσει ένα από τα μυθιστορήματα της σειράς –είναι επίσης αστυνομικός όπως και ο πατέρας της, θα μπορούσαμε, λοιπόν, να διαβάζουμε στο μέλλον για τον Κουρτ Βαλάντερ μέσω αυτής; «Ναι, και όταν γράφω για την κόρη, κάπου στο φόντο θα βρίσκεται και ο πατέρας, αλλά δεν έχω ακόμη αποφασίσει αν θα το κάνω», λέει ο συγγραφέας.

Στο «Φθινόπωρο του Βαλάντερ» ο επιθεωρητής καλείται να διαλευκάνει την εξαφάνιση του πεθερού τής κόρης του, αντιπλοιάρχου εν αποστρατεία Χόκαν φον Ενκε, ο οποίος ερευνούσε συστηματικά την εξαφάνιση ενός ξένου υποβρυχίου στο αρχιπέλαγος της Σουηδίας. Τον καλεί η γυναίκα τού Φον Ενκε, Λουίζε, η οποία στη συνέχεια εξαφανίζεται επίσης. Και καθώς το μυθιστόρημα εξελίσσεται, στο φόντο του διαγράφονται καθαρά ιστορίες πολιτικής και κατασκοπείας την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου καθώς και η δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε. Ταυτόχρονα εξελίσσεται και η αρρώστια του Βαλάντερ. Ο επιθεωρητής αντιλαμβάνεται ξαφνικά ότι η μνήμη του τον εγκαταλείπει σταδιακά, όπως είχε συμβεί και στον πατέρα του. Οι κρίσεις απώλειας μνήμης που παθαίνει διαπερνούν τη διήγηση, η πλοκή μάλιστα μοιάζει να αναπτύσσεται γύρω από αυτές. Η περιγραφή τους είναι συγκλονιστική, ο Μάνκελ άλλωστε είναι δεξιοτέχνης στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην περιγραφή συναισθημάτων. Τόσο που αν πλησιάζεις τα εξήντα, όπως ο ήρωάς του, αποκλείεται να μείνεις ανεπηρέαστος. Η πρώτη κρίση συμβαίνει στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Ο Βαλάντερ μεθάει, ξεχνάει το υπηρεσιακό του περίστροφο σε ένα εστιατόριο, λίγο αργότερα χάνει τις αισθήσεις του και ξυπνάει στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Ξεχνάει πού πηγαίνει, δεν αναγνωρίζει πού βρίσκεται ούτε ποιους έχει απέναντί του, στο τέλος δεν αναγνωρίζει καν την εγγονή του. Προς το παρόν οι κρίσεις του δεν κρατάνε περισσότερο από ένα λεπτό, όμως αυτό το ξαφνικό κενό που τον κατακλύζει του προκαλεί πανικό. Βρίσκεται αντιμέτωπος με τους πιο μύχιους φόβους του, τον φόβο της αποσύνθεσης του εαυτού και στην ουσία τον φόβο του θανάτου. «Μερικές φορές εξαφανίζονται ολόκληρες χρονικές περίοδοι απ’ το μυαλό μου. Σαν πάγος που λειώνει», αποκαλύπτει στην κόρη του, όταν πια έχει κουραστεί να κρύβει την αλήθεια.