«Με το πρόσωπο στραμμένο προς τη νύχτα, ατενίζοντας τ’ αστέρια, σκέφθηκα πως στο βάθος βρισκόταν η Ισπανία, πιο πέρα η Γαλλία, δεξιότερα η Ιταλία και, ακριβώς απέναντι, η χώρα του Σόλωνα και του Περικλή. Ο κόσμος είναι άχρονος και απέραντος. Αναλογίσθηκα όλους τους ανέστιους ναυαγούς, όλους εκείνους τους ναυτικούς που είχαν ξεστρατίσει απ’ την πορεία τους και η θάλασσα τους είχε ξεβράσει σε τούτες τις ακτές… και ξαφνικά, καθώς άγγιζα την υγρή, τραχιά επιφάνεια του κυματοθραύστη, το ήξερα: πάντα θα τη θυμόμουν τούτη τη νύχτα. Στα χρόνια που θα ‘ρχονταν θα θυμόμουν ότι είχα καθίσει εδώ, παραδομένος σε μια αόριστη νοσταλγία, ότι αφουγκραζόμουν το νερό να σκάει στους γιγάντιους ογκόλιθους κάτω από την προκυμαία.

… Ορκίσθηκα ότι σ’ ένα χρόνο από σήμερα, όπου κι αν βρισκόμουν, σε όποια γωνιά της Ευρώπης ή της Αμερικής κι αν είχα ξεβραστεί, θα καθόμουν έξω όλη τη νύχτα και θα έστρεφα το πρόσωπό μου προς την Αίγυπτο, όπως στρέφονται οι Μουσουλμάνοι προς τη Μέκκα όταν προσεύχονται…».

Ποιος τα λέει αυτά; Ο ίδιος ο συγγραφέας αυτού του μνημονικού χρονικού την τελευταία του βραδιά στην Αλεξάνδρεια, πριν από την οριστική απέλαση της οικογένειάς του. Εβραίος με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και πριν απ’ αυτό από την ακτή της Τοσκάνης κι ακόμα πιο πριν από την Ιβηρική απ’ όπου οι σεφαραδίτες πρόγονοί του εκδιώχθηκαν τον 15ο αιώνα… κι ακόμη πιο πριν ένας Θεός ξέρει από πού. Η οικογένειά του κατέφυγε στην Αίγυπτο στις αρχές του 20ού αιώνα πιθανότατα λόγω του ραγδαίου εκσυγχρονισμού της χώρας υπό το στοργικό βλέμμα τής τότε θαλασσοκράτειρας Μεγάλης Βρετανίας, της διάνοιξης της Διώρυγας του Σουέζ και του εύκολου πλουτισμού που υποσχόταν η βαμβακοπαραγωγή κατά μήκος της κοιλάδας του Νείλου, βοηθούσης και της κατάρρευσης των βαμβακοκαλλιεργειών στον Αμερικανικό Νότο σε συνέχεια τού εκεί Εμφυλίου. Αν και Τούρκοι υπήκοοι από την πλευρά του πατέρα του, Σύροι από το Χαλέπι από την γραμμή της μητέρας του, τα μέλη της οικογένειας νιώθουν Ευρωπαίοι, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας. Είναι ευκατάστατοι, πολύγλωσσοι και μορφωμένοι, ακολουθούν τις εισαγόμενες μόδες, υιοθετούν τις τεχνολογικές καινοτομίες, κάνουν παρέα στο Σπόρτινγκ Κλαμπ με Ελληνες, Αγγλους και Ιταλούς, στέλνουν τα παιδιά τους σε ευρωπαϊκά σχολεία, βγάζουν παράνομα τα λεφτά τους στη Γαλλία, υποτιμούν τις προλήψεις των γηγενών, αν και παραμένουν στοργικά πατρικοί με τους υπηρέτες, είναι με δυο λόγια κοσμοπολίτες τόσο όσο και οι υπόλοιποι λευκοί. Τα γνωρίζουμε όλα αυτά στη χώρα μας καθώς η ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας μάς έχει δώσει μεταξύ άλλων τον Καβάφη, τον Τσίρκα και την Πηνελόπη Δέλτα, ενώ η φιλολογία περί τη μυθική αυτή πόλη δεν άφησε ασυγκίνητους τους δυτικούς λογίους, με γνωστότερο ίσως παράδειγμα το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ. Τι καινούργιο λοιπόν μπορεί να μας δώσει το χρονικό αυτό του Ασιμάν;

Πρώτα απ’ όλα το ότι δεν είναι μυθοπλαστικό βιβλίο, παρά το ότι ο συγγραφέας του, αμερικανός πολίτης και πανεπιστημιακός, έχει γράψει και αξιόλογα μυθιστορήματα. Ανήκει περισσότερο σ’ ένα υβριδικό είδος που θα μπορούσε να αποδοθεί ως μνημονική μαρτυρία, καθώς εδώ μεταποιούνται οικογενειακές μνήμες από δεύτερο και τρίτο χέρι προκειμένου να σκιαγραφηθεί το ιστορικό βάθος των διαρκών διωγμών ή οικειοθελών μετακινήσεων αυτού του νομαδικού λαού. Δεύτερον, ότι, αν και διεκδικεί την ιστορική ακρίβεια, είναι ταυτόχρονα μια παραδοχή αδυναμίας ως προς την αντικειμενικότητα της παράδοσης, και μαζί μια απολαυστική εμβύθιση στην οικογενειακή υποκειμενικότητα που μεταδίδεται, τουλάχιστον σε μια κλειστή κοινότητα όπως η εβραϊκή, σαν σε Κιβωτό. Τέλος, εδώ πρόκειται μόνο έμμεσα για την ιστορία μιας ακμάζουσας πόλης.

Ο Ασιμάν έχει διδάξει μεταξύ άλλων Προυστ στο Πρίνστον και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, και οι επιρροές από τον μεγάλο Γάλλο είναι σαφείς: μελαγχολικές πινελιές, αίσθημα απώλειας, επιστημολογική αμφισβήτηση της αλήθειας της μνήμης, άχρονη εκτύλιξη της ιστορίας, άπνοα απογεύματα, γιαγιάδες φορείς της παράδοσης, ατελέσφοροι έρωτες, υποδόριες εκρήξεις. Ολα τούτα συνυπάρχουν με τον εξωτικό περίγυρο: τον Αλλον, που από υποτακτικός θα γίνει αίφνης ορκισμένος εχθρός όταν ανδρώνεται ο αραβικός εθνικισμός, η αποικιοκρατία πνέει τα λοίσθια και το νεότευκτο Κράτος του Ισραήλ συμπαρατάσσεται με τους Αγγλογάλλους κατά τον πόλεμο του ‘56 μετά την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ. Οι Εβραίοι της Αιγύπτου ανάγονται λοιπόν σε πολλαπλούς εχθρούς του καθεστώτος – ταξικούς, πολιτισμικούς, φυλετικούς και τώρα πλέον και πολιτικούς.