Η επικαιρότητα σπάνια είναι το φόρτε της πεζογραφίας, της ελληνικής μάλιστα ακόμη περισσότερο. Και δικαίως. Η δημοσιογραφία είναι αυτή που ζει τον παλμό των γεγονότων, ενώ η πεζογραφία έχει τη δυνατότητα, το καθήκον και την πολυτέλεια να ζει τα γεγονότα από μια απόσταση.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι συγγραφείς δεν εμπνέονται από αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Αντίθετα κάθε καλή λογοτεχνία ξέρει να μας βάζει στο κλίμα αλλά και στα μυστικά της εποχής της. Της εποχής της που όμως χρησιμοποιείται συνήθως ως φόντο των ιστοριών που θέλει εκείνη να αφηγηθεί.

Οταν πάλι το βάρος των γεγονότων είναι αδύνατον να αγνοηθεί, όταν με άλλα λόγια η Ιστορία μάς παίρνει όλους από το χέρι, η λογοτεχνία αναπόφευκτα αναμειγνύεται περισσότερο με το επίκαιρο. Εχει όμως και πάλι τους τρόπους της. Κάπως έτσι γεννήθηκε λόγου χάριν η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, που απομονώνοντας μία μόνο περίπτωση κατορθώνει να αφηγηθεί μεγάλες πτυχές του δράματος της Μικρασιατικής Καταστροφής και που γράφτηκε αρκετά κοντά στα γεγονότα. Κάπως έτσι γεννήθηκε και το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου, καίριο και ώριμο έργο για τον Εμφύλιο και την κομμουνιστική ουτοπία, που όμως γράφτηκε πολύ μετά.

Εξού και ο προβληματισμός που γεννά η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το αποτύπωμα της κρίσης» (εκδ. Μεταίχμιο). Η Ιστορία ακόμη μια φορά μας χτυπά την πόρτα, έπειτα από αρκετά χρόνια που φαινόταν –ή νομίζαμε –ότι μας είχε επιτέλους μισοξεχάσει.

Και παρότι το τοπίο καθόλου δεν έχει ξεκαθαριστεί, καμιά ασάφεια δεν στάθηκε εμπόδιο σε δεκαεπτά από τους γνωστότερους σημερινούς συγγραφείς να δεχθούν την πρόκληση και να γράψουν διήγημα για την κρίση.

Οι (αλφαβητικά) Κώστας Ακρίβος, Χρήστος Αστερίου, Ελένη Γιαννακάκη, Βασίλης Γκουρογιάννης, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Σωτήρης Δημητρίου, Τάσος Καλούτσας, Κώστας Κατσουλάρης, Λένα Κιτσοπούλου, Νίκος Κουνενής, Μιχάλης Μοδινός, Χρήστος Οικονόμου, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Κάλλια Παπαδάκη, Ερση Σωτηροπούλου, Σώτη Τριανταφύλλου, Χρήστος Χρυσόπουλος εκπροσωπούν όλες σχεδόν τις ηλικιακές γενιές και πολλά διαφορετικά στυλ, είναι δηλαδή αρκετά αντιπροσωπευτικοί της σημερινής λογοτεχνικής μας ζωής.

Λείπουν βέβαια κάποια μεγάλα ονόματα. Μαθαίνουμε ωστόσο ότι ουδείς αρνήθηκε επειδή δεν ήθελε να αντιμετωπίσει το τρέχον. Υπήρξαν περιπτώσεις άρνησης λόγω ενός είδους «βέτο» άλλου εκδότη, υπήρξε η περίπτωση της Μάρως Δούκα που θεώρησε ότι είπε ό,τι είχε να πει για όλα αυτά στην τελευταία της συλλογή, υπήρξαν και περιπτώσεις όπως των Πέτρου Μάρκαρη, Τάκη Θεοδωρόπουλου, Πέτρου Τατσόπουλου που δεν βρήκαν το χρόνο να συμμετάσχουν.

Οι πεζογράφοι πάντως που πήραν μέρος στο εγχείρημα το έκαναν αρκετά αποφασιστικά και πήραν το σχετικό ρίσκο, αναπαράγοντας σε έναν βαθμό και τις διαφορετικές κοινωνικές προδιαθέσεις πάνω στο ζήτημα. Ο σατιρικός Νίκος Κουνενής, για παράδειγμα, εστιάζει εμμέσως στο ισοπεδωτικό βλέμμα της τρόικας. Επινοεί μια καινούργια «Μπιενάλε Σκοτεινών Τεχνών» που διεξάγεται στην Αθήνα, όπου παρουσιάζεται ένα σύνθετο έργο με τίτλο «Πογκρόμ» στο οποίο απεικονίζονται «Παράσιτοι» (συνταξιούχοι), «Κοπρίτες» («προνομιούχοι τεμπέληδες του Δημοσίου»), «Ανεύθυνοι» (ιδιωτικοί υπάλληλοι) σε αντίστιξη με τους «Λαμόγκι» (ευημερούντες ηγέτες, τραπεζίτες, ραντιέρηδες) «που παρατηρούν τους πρώτους με έπαρση, σχολιάζοντας την απίστευτη ανευθυνότητά τους».

Σε εντελώς άλλο μήκος κύματος, τα με δοκιμιακά στοιχεία διηγήματα του Μιχάλη Μοδινού και του Κώστα Κατσουλάρη δίνουν έμφαση στην ελληνική ευθύνη. Ο Μιχάλης Μοδινός αναδεικνύει το σύνδρομο NIMBY (Not In My Back Yard –όχι στην πίσω αυλή μου) που αναφέρεται στο εγωιστικό άτομο, αυτό που θέλει να αποκλείσει τον άλλο από δημόσια δικαιώματα που έχει πρώτα σπεύσει να κατοχυρώσει για τον εαυτό του. Χτίζει, λ.χ., κάποιος ένα αυθαίρετο αλλά μετά αγωνίζεται να μη χτίσουν οι άλλοι.

Ο Κατσουλάρης, πάλι, οραματίζεται μια κίνηση με τίτλο «Ημουν εκεί», από ανθρώπους που αποφάσισαν να εξομολογηθούν δημοσίως από μικρές παραβάσεις μέχρι καραμπινάτες απάτες. Τα πλακάτ γράφουν «Εγώ φταίω» και «Το έκανα».

Ο Σωτήρης Δημητρίου από την πλευρά του, πάγιος σκεπτικιστής απέναντι στον σύγχρονο τρόπο ζωής, επικρίνει την εγκατάλειψη της υπαίθρου που ακόμη και στην Κατοχή κατάφερε να μας θρέψει.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο οποίος εστιάζει λιγότερο στο πολιτικό πεδίο, σε μια γκροτέσκα συνέλευση ενοίκων πολυκατοικίας για το ζήτημα της θέρμανσης εκθέτει ωραία τη νεοελληνική παράνοια που μάλλον την επέτεινε η κρίση. Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης παρουσιάζει την πορεία ενός κούρδου μετανάστη που φεύγει από την Ελλάδα που δεν του δίνει ποτέ διαβατήριο για τη Φινλανδία που θα του δώσει γρήγορα, αλλά εντέλει επιστρέφει στο Ιράκ οικειοθελώς, αφού «ο παράδεισος της Ευρώπης δεν ήταν γι’ αυτόν και πια δεν είναι ούτε για τους Ευρωπαίους».

Μετανάστες, άστεγοι, ανασφάλεια, αλλά και η Χρυσή Αυγή στα σχολεία (Ακρίβος), όλη γενικά η βεντάλια των σχετικών θεμάτων περνάει από τα διηγήματα αυτά, χάρη και στην προετοιμασία που έκαναν οι δύο επιμελήτριες του τόμου Ελένη Μπούρα και Μικέλα Χαρτουλάρη.

Θα άξιζε, ίσως, ο κόπος να υπάρξει και δεύτερος τόμος. Ενα διεθνές ενδιαφέρον για μέρος, τουλάχιστον, αυτής τής εν θερμώ πεζογραφικής αντίδρασης στα γεγονότα δεν μπορεί να αποκλειστεί.