«Ακου: δύο άνεργοι άνδρες προσλαμβάνονται να φυλάξουν τσίλιες σε ένα παλιό σπίτι όπου, παράνομα, χτίζεται ένα δωμάτιο. Το σπίτι βρίσκεται σε δρόμο συνοικίας, από τον οποίο περνούν πολλοί άνθρωποι, πιθανότατα και πολεοδόμοι που υποκρίνονται τους αθώους διαβάτες για να πετύχουν την επ’ αυτοφώρω σύλληψη παρανομούντων». Ο Σταύρος Τσιώλης μάς περιγράφει την κεντρική σεναριακή ιδέα που αποτελεί και τη «μαγιά» για το κλείσιμο της τριλογίας που ξεκίνησε το 1991 με το «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» και συνεχίστηκε με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1997). «Πολεοδόμοι δεν θα περάσουν από εδώ!» συνεχίζει. «Ο δρόμος όμως είναι πέρασμα, και γυναίκες και άνδρες που θα τον διαβούν κουβαλάνε όνειρα, και πληγές, και ελπίδες, και άσβεστη την ανάγκη της θαλπωρής που υπόσχεται ο έρωτας. Και οι δύο άνεργοι άνδρες, απροετοίμαστοι, θα δεχθούν με φόβο και έκπληξη και θαυμασμό το μεγάλο θαύμα και το μεγάλο αίνιγμα μιας πραγματικής ζωής. Αυτό είναι ουσιαστικά το έργο». Ανδρες, λοιπόν, οι κεντρικοί ήρωες, αλλά οι γυναικείοι ρόλοι δεν λείπουν. «Δεν το πίστευα ούτε εγώ ο ίδιος πως μπορούσα να γράψω τόσο όμορφους χαρακτήρες γυναικών τώρα στα ογδόντα μου». Σημειώστε πως μετά το «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» (που συσκηνοθέτησε με τον αξέχαστο Χρήστο Βακαλόπουλο) ο Τσιώλης συνεργάζεται με έναν σημαντικό άνθρωπο του κινηματογράφου, τον σκηνοθέτη και διανομέα Βάσο Γεώργα. «Πιστεύω πως θα βγάλουμε ο καθένας τον καλύτερο εαυτό του άλλου!».