Για πρώτη φορά στη 40χρονη και πλέον καριέρα του άφησε πίσω του το ατελιέ με τα κλειστά παράθυρα και πήρε καβαλέτο και πινέλα και βγήκε στον κήπο να ζωγραφίσει. Για πρώτη φορά στα έργα του εμφανιζόταν ένα και μόνο τοπίο κι ας μην είχε ποτέ ξαναζωγραφίσει τοπία, αφού η δουλειά που τον είχε καταξιώσει ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στον έρωτα και στην πολιτική. Και για πρώτη φορά, εκείνος που έχει καταγραφεί ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους έλληνες ζωγράφους αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στη γλυπτική.

Ποια είναι αυτή η προσωπικότητα που έκανε τον Γιάννη Ψυχοπαίδη να σπάσει τόσα καλούπια μονομιάς; «Ο λόρδος Βύρων, διότι είναι μια φυσιογνωμία πολύ μεγαλύτερη και πολύ πιο σημαντική από τον συμβατικό τρόπο με τον οποίο έχει καταγραφεί στα ιστορικά βιβλία. Ο νεαρός αυτός αντισυμβατικός νους μπήκε βαθιά στα ευρωπαϊκά ζητήματα της εποχής του εμπνευσμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Ηταν ένας σύνθετος νους με πολλές ιδιότητες και άνθρωπος παντός καιρού. Κουβαλούσε το προνόμιο της τάξης του και συνάμα το προνόμιο να αρνηθεί την τάξη του για να ταυτισθεί με τις ιδέες που τον φλόγιζαν. Πρωτοπόρος, επαναστατικός, ανοιχτός σε όλες τις ανθρώπινες εμπειρίες που μπορεί να φανταστεί κάποιος. Ηταν ρομαντικός και πραγματιστής ταυτοχρόνως» μας λέει ο ομότιμος καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών.

ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ. Η συνάντηση των δύο ανδρών έγινε πριν από 15 χρόνια. Οταν ο Γιάννης Ψυχοπαίδης έκανε εκδρομές από το εξοχικό του στο Ρίο προς την Κεφαλονιά. Οι τρεις ημέρες έγιναν μία εβδομάδα την επόμενη χρονιά και τελικά πριν από 15 χρόνια άρχισε να ψάχνει ένα σπίτι για τις αυγουστιάτικες διακοπές. Τυχαία στα Μεταξάτα –στα νότια του νησιού –βρέθηκε να περνάει τα καλοκαίρια του στο ακριβώς διπλανό σπίτι από εκείνο όπου είχε ζήσει για λίγους μήνες ο ευγενής, ο οποίος στην πατρίδα του ήταν δημοφιλής κυρίως στην εργατική τάξη καθώς υποστήριζε τις διεκδικήσεις τους.

«Με ενδιέφερε ο Βύρων ως προσωπικότητα αλλά δεν είχα εντρυφήσει τόσο. Η βαθύτερη γνωριμία μας έγινε μέσω των επιστολών που έστελνε από την Κεφαλονιά, όπου είχε την πρώτη επαφή με το ελληνικό ζήτημα. Ευφυέστατος, κατάλαβε γρήγορα τι γινόταν: συντροφικά μαχαιρώματα, καβγάδες για το ποιος θα πάρει περισσότερα χρήματα… Αν βγάλεις τις ημερομηνίες είναι σαν να ζεις στην Ελλάδα του σήμερα» σχολιάζει.

Τα δύο σπίτια είναι μεσοτοιχία και έχουν κοινή αυλή. Και τόσο ο φιλέλληνας όσο και ο ζωγράφος είχαν την ίδια θέα. «Αυτή η συγκατοίκηση, το αίσθημα ότι μοιράζεσαι αυτό που βίωνε είναι συγκινητικό και ωραίο. Εκφράστηκε μέσα από μια καλλιτεχνική φόρμα που χρωστάει στον Βύρωνα όχι την εξωτερική της μορφή αλλά το βαθύτερο πνεύμα της, μια ελευθερία και μια άδολη επικοινωνία με τον φυσικό χώρο, την άπλα της ελεύθερης ματιάς χωρίς προαπαιτούμενα. Ετσι γεννήθηκαν αυτές οι ακουαρέλες.

Με τα χρόνια μαζευόταν η δουλειά που γεννιόταν αποκλειστικά κάθε Αύγουστο και δεν είχα πρόθεση να την εκθέσω. Πέρυσι όμως αισθάνθηκα ότι έχει ολοκληρωθεί ένα βασικό της κεφάλαιο. Σε συνδυασμό με τη συμπλήρωση των 190 χρόνων από τον θάνατό του και 150 από την Ενωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, θεώρησα ότι ήταν η σωστή στιγμή για να εκτεθούν. Και δεν υπήρχε καταλληλότερος χώρος από το Μουσείο Μπενάκη με την κλειστή, εσωστρεφή αίθουσα, όπου όλα τα έργα που έχουν την ίδια διάσταση μοιάζουν με κινηματογραφικά καρέ. Πρέπει να προσέξει κάποιος για να διακρίνει τις αλλαγές που έχει φέρει στο τοπίο ο χρόνος, όπως τα δέντρα που μεγαλώνουν και διεκδικούν τον χώρο τους. Κατά τα άλλα, το τοπίο δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου εδώ δύο αιώνες».

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ. Εχει όμως ο λόρδος Βύρων να διδάξει πλέον κάτι τους Ελληνες που βιώνουν την κρίση; «Ναι. Θεωρώ ότι το κράμα ουτοπιστή και ρεαλιστή –μοναδικό και φαινομενικά αντιφατικό –αποτελεί ένα μάθημα για να μη χάσουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, την αίσθηση της ελευθερίας και το στοιχείο της ουτοπίας και της υπέρβασης. Να μας διδάξει να είμαστε παντός καιρού και σε πείσμα των καιρών».