Αρχίζει με μία μάλλον σοκαριστική φράση: «Η «Πάπισσα Ιωάννα» είναι τα λογοτεχνικά μας Ελγίνεια». Μιλάει φυσικά για το αφορισμένο, γοητευτικό και για πολλούς ακρογωνιαίο έργο για την ευρωπαϊκή –αν όχι την παγκόσμια –λογοτεχνία του 19ου αιώνα και πάντως σταθμό για τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Το αριστούργημα του Συριανού Εμμανουήλ Ροΐδη.

Γιατί Ελγίνεια; Διότι όπως και τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποκολλήθηκαν και εκλάπησαν από τον λόρδο Ελγιν, έτσι ένας διάσημος συμπατριώτης του έγινε μοχλός για να «κλαπεί» το έργο του Ροΐδη και να κάνει πανευρωπαϊκή και διεθνή καριέρα στα μέσα του 20ού αιώνα αποδιδόμενο στον… μεταφραστή του.

Ο Δημήτριος Μαυρίκιος μιλάει με πάθος γι’ αυτό. Σαν το πάθος με το οποίο εμφορεί τις παραστάσεις του. Και με γνώση. Οπως εκείνη που διακρίνει κάποιος πίσω από τις σκηνοθεσίες του. «Στην πρώτη μετάφραση της «Πάπισσας Ιωάννας» από τον Λόρενς Ντάρελ, τη δεκαετία του 1950, οι εκδότες θέλησαν να τυπώσουν στο εξώφυλλο μεγάλο το όνομα του μεταφραστή και μικρότερο εκείνο του συγγραφέα».

Σε επόμενες εκδόσεις τής αυτολεξεί μεταφρασμένης στα αγγλικά «Πάπισσας Ιωάννας» το όνομα του Ντάρελ παρέμεινε μεγάλο και εκείνο του συριανού δημιουργού της εξαφανίστηκε, τη δεκαετία του 1960. Η ευρωπαϊκή διανόηση αναγνώρισε το σημαντικό έργο διαβάζοντάς το στα αγγλικά και η «Πάπισσα» μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες ως έργο του Λόρενς Ντάρελ, όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Μαυρίκιος.

Κάποιοι μάλιστα ψιθύριζαν επί χρόνια ότι η κίνηση αυτή των εκδοτών του Ντάρελ τού κόστισε και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1962, καθώς δεν έμεινε κρυφή η λαθροθηρία την ώρα που η «Πάπισσα Ιωάννα» κατακτούσε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες τούς αναγνώστες στη Γηραιά Ηπειρο και όχι μόνον.

Το πάθος του Δημήτρη Μαυρίκιου για τα «λογοτεχνικά μας Ελγίνεια» και την αδιαφορία γι’ αυτά δεν τον εμποδίζει να δει γιατί το συγκεκριμένο έργο αναγνωρίστηκε, παρ’ όλα αυτά, ως λογοτεχνικός ογκόλιθος. «Ο τίτλος του είναι που γράφει καταρχάς» λέει στα «ΝΕΑ». «Υπάρχει η παρενδυσία μέσα στον τίτλο. Και ο ύμνος στη Γυναίκα επίσης – μια γυναίκα που φθάνει να γίνει Πάπας. Ο τίτλος δε και μόνον ξυπνάει, πιστεύω, την κριτική μας διάθεση απέναντι σε ό,τι αρνητικό σημαίνει το παπαδαριό» δίνει τη δική του εξήγηση.

Γιατί παραμένει εμβληματικό ένα έργο που γράφτηκε το 1866 ως «μεσαιωνική μελέτη» κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, με βάση τον θρύλο της γυναίκας που ανέβηκε στον παπικό θρόνο το 855; ρωτάω τον σκηνοθέτη, που με αυτό το αριστούργημα του Ροΐδη καταπιάνεται σε ένα work in progress, κάτι σαν θεατρικό εργαστήρι επί του έργου. Βάζοντας όμως τα πρώτα λιθάρια στο οικοδόμημα που, όταν ολοκληρωθεί, θα αποτυπώνει ένα μεγάλο προσωπικό του καλλιτεχνικό όνειρο 20 χρόνων και την υλοποίησή του.

«Είναι ένα έργο που από την αρχή του ξεσήκωσε θύελλα. Αφορίστηκε από την Εκκλησία» λέει ο Δημήτρης Μαυρίκιος για την «Πάπισσα» που αφορίστηκε ως «έργο αντιχριστιανικόν και κακόηθες» με εγκύκλιο της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Απρίλιο του 1866 και ο δημιουργός του διώχθηκε.

«Ξέρουμε ότι έργα, όπως και “Ο τελευταίος πειρασμός” του Νίκου Καζαντζάκη, που προκαλούν αντίστοιχη θύελλα διότι παρακάμπτουν την επίσημη θέση των κρατούντων στα θέματα της Εκκλησίας καταλήγουν να γίνουν εμβληματικά».

Η «Πάπισσα Ιωάννα» όμως ενέχει κάτι παραπάνω κατά τον Δημήτρη Μαυρίκιο που 10 χρόνια τώρα ονειρεύεται να τη φέρει πάνω στη σκηνή. «Ο κρυφός πυρήνας του έργου έχει να κάνει με τη θωπευτική, ερωτική ματιά του δημιουργού πάνω στο δημιούργημά του». Μιλάμε για τον «σχεδόν έρωτα» του Εμμανουήλ Ροΐδη για την Ιωάννα του. «Του Ροΐδη που απευθύνεται πολύ συχνά στον αναγνώστη και του μιλάει για τη δική του Ιωάννα. Αυτός είναι ο πιο συγκινητικός πυρήνας του έργου». Ο έρωτας ή οι έρωτες της Ιωάννας που διαπερνούν και τη σκηνική εκδοχή του Μαυρίκιου για το Φεστιβάλ Αθηνών είναι που κάνουν την παράσταση «ακατάλληλη δι’ ανηλίκους». Βέβαια εκεί ο σκηνοθέτης φέρεται να θεωρεί και να φωτίζει το γεγονός ότι ο Ροΐδης στο πρόσωπο της Ιωάννας έβλεπε και την αρχετυπική γυναίκα της ζωής του, τη μάνα του.

Ενα τέτοιο εμβληματικό έργο, τον ρωτάω, μπορεί να έχει σχέση με το σήμερα; «Ειδικά σήμερα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ» απαντάει. «Ισως όχι πριν από 20 ή 30 χρόνια, αλλά σήμερα, με την αυξανόμενη θρησκοληψία παντού στον κόσμο, μας χρειάζονται Ιωάννες και Ροΐδηδες περισσότερο από ποτέ. Για να ξυπνήσουν την απάθειά μας απέναντι στα επερχόμενα τέρατα. Οχι μόνο στον κόσμο των Αγιατολάχ και των μουλάδων, αλλά και στον δικό μας, τον “πολιτισμένο” κόσμο».

Σε έναν κόσμο στον οποίο αναγνωρίστηκε, μόλις στις 27 Απριλίου φέτος, ως «Μέγας» και άγιος ένας πάπας που απαγόρευε τη χρήση προφυλακτικών από τους πιστούς, απαγόρευση που οδήγησε – όπως επισημαίνει και ο σκηνοθέτης – στον θάνατο από AIDS εκατομμύρια κυρίως στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική, στις Φιλιππίνες… Ενας άγιος «που οφείλει γι’ αυτό να λογοδοτήσει στην Ιστορία».

«Αυτό δεν είναι Μεσαίωνας;» αναρωτιέται ο Δημήτρης Μαυρίκιος. Να ανακηρύσσεται άγιος. «Στην εποχή που μας ενοχλούν οι μπούρκες, πόσες και πόσες κυρίες στην τηλεόραση βγαίνουν με το σταυρουδάκι στον λαιμό σε πρώτο πλάνο, κάτι που θα ήταν αδιανόητο πριν από κάμποσα χρόνια;».