Ο πιτσιρικάς, ντυμένος καουμπόης που «πυροβολεί», τρομάζοντας τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Κώστα Χατζηχρήστο στην κωμωδία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», δεν είναι άλλος από τον Βασιλάκη Καΐλα. Ο μικρός αγωγιάτης στην «Αλίκη στο Ναυτικό» που λέει στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ την ατάκα «Ηρθαμε!», εκείνος ρωτάει: «Ποιοι ήρθατε;» και ο μικρός απαντά: «Εμείς οι γάιδαροι», είναι ο Βασιλάκης Καΐλας. Και βέβαια, ο μικρός με το κασελάκι που συγκίνησε τη μεταπολεμική Ελλάδα στο δράμα «Ο λουστράκος» είναι ο Βασιλάκης Καΐλας.

Με 117 ταινίες στο ενεργητικό του, το άλλοτε παιδί-θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου δεν υπήρξε απλώς το φτωχόπαιδο φορέας συγκίνησης για το κοινό που αναζητούσε το παραμύθι στο σελιλόιντ. Ηταν ταυτόχρονα ένα δραματικό πρόσωπο που έφτανε στον πυρήνα του θυμικού και στο φόντο της μετάβασης της ελληνικής κοινωνίας από την Κατοχή και τον Εμφύλιο στη σύγχρονη κοινωνία και στα νέα δεδομένα αστικοποίησης.

Δεν είναι τυχαίο πως έμεινε στο συλλογικό υποσυνείδητο ως το αιώνιο παιδί, ίσως και διασώζοντας κάτι από τον πρότερο αθώο εαυτό ενός κοινού (που εν τω μεταξύ έγινε πιο εύρωστο οικονομικά για να ξαναγίνει σήμερα νεόπτωχο).

Ο Βασιλάκης Καΐλας όμως μεγάλωσε. Σήμερα είναι 60 ετών και μια πρόσφατη βιογραφία του ήλθε να καταθέσει ένα ακόμη «οικοδομικό υλικό» στην «πολυκατοικία» της καταγραφής και της μνήμης για τον ελληνικό κινηματογράφο. «Το έκανα ως χρέος για τους ανθρώπους με τους οποίους έζησα μαζί. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν η οικογένειά μου. Από το σχολείο πήγαινα στο γύρισμα, από κει στο θέατρο. Μια διαδικασία περίεργη», δηλώνει στα «ΝΕΑ» με μια εντυπωσιακά νεανική φωνή και παρουσία.

Πώς άρχισαν όλα; Ο πατέρας του, θυρωρός στην οδό Βουλής 38, ένα πρωί πήγε να μοιράσει την αλληλογραφία αφήνοντας τον τετράχρονο Βασίλη μόνο. Τότε εμφανίστηκε ένας καλοντυμένος κύριος, του χάιδεψε το κεφάλι και τον ρώτησε το όνομά του. Λίγο μετά, ο ίδιος μαζί με μια κυρία που τον συνόδευε μιλούσαν με τον πατέρα του. Η κυρία ήταν η Ελλη Λαμπέτη και ο κύριος ο Μιχάλης Κακογιάννης. Η ηθοποιός ζήτησε τον Βασιλάκη να παίξει στο «Το τελευταίο ψέμα» (1958).

«Μα, κυρία Ελλη, είναι μόλις τεσσάρων χρονών! Ούτε να μιλάει ακόμη δεν ξέρει», απάντησε ο πατέρας του. «Αυτό άσ’ το σε εμάς. Αλλωστε η μητέρα του ή εσύ θα είστε μαζί του στα γυρίσματα. Το παιδί χρειάζεται τους γονείς του και πρέπει να το βοηθήσετε». Η Λαμπέτη είχε έτοιμο το σχέδιο, αν και η πρώτη εμπειρία δεν ήταν και η καλύτερη: μόλις έφτασαν στην Αράχοβα για τα γυρίσματα, του φόρεσαν κουρέλια. «Με πήγαν σε έναν γκρεμό και μου είπαν να πιαστώ από ένα θάμνο και να αρπάξω ένα κόκαλο από μπριζόλα που μου είχαν πετάξει κάποιοι πλούσιοι για να το φάω», θυμάται. Εκείνη η πρώτη ταινία παραλίγο να αποβεί μοιραία αφού ο θάμνος ήταν ξεριζωμένος, ο Καΐλας βρέθηκε στο κενό και κουτρουβάλησε πάνω σε κουβέρτες που κρατούσαν οι τεχνικοί για να μη χτυπήσει.

«Τρόμαξα, αλλά φαίνεται ότι ήμουν αρκετά πειστικός. Ετσι δεν χρειάστηκε να ξαναγίνει το πλάνο. Ευτυχώς, γιατί νομίζω ότι δεν θα το ξαναέκανα».

Οι ταινίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Στη «Μανταλένα» (που μεταφέρθηκαν γεννήτριες από την Αθήνα και οι προβολείς ήταν με κάρβουνο), ένας θαυμαστής της Αλίκης της ζήτησε να του βάλει αυτόγραφο με το κραγιόν της στην πλάτη του. Ο Παντελής Ζερβός ψάρευε στα διαλείμματα της ταινίας στην Αντίπαρο, ενώ ο μικρός Καΐλας τό ‘σκαγε τα μεσημέρια και έπαιζε στα σοκάκια του νησιού. Ας μην ξεχνάμε: ήταν ένα παιδί επτά ετών.

Οι γονείς παρόντες. «Κάθε σκηνοθέτης περνούσε αυτό που ήθελε να κάνω μέσα από τον πατέρα μου. Δεν μπορούσαν να με πείσουν αλλιώς», λέει ο Καΐλας, που είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια από τα άλλα παιδιά-θαύματα στη γενιά του (Γιάννης Καλατζόπουλος, Μίρκα Καλατζοπούλου, Μαίρη Ευαγγέλου, Βαγγέλης Ιωαννίδης). Δεν θα αργήσει να φτάσει και η μεγάλη επιτυχία του σε Ελλάδα και τότε ΕΣΣΔ: «Ο λουστράκος».

Την ταινία θα σκηνοθετούσε η Μαρία Πλυτά (η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης) –εδώ ο μικρός συμπρωταγωνίστησε με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Δυο – τρεις λούστροι της γειτονιάς του δίδαξαν την τέχνη. «Υστερα από χρόνια ένας καθηγητής της κόρης μου, μου εξομολογήθηκε ότι ακολούθησε το επάγγελμά του γιατί είδε τον «Λουστράκο» και πήρε κουράγιο ή ονειρεύτηκε να σπουδάσει όπως ο ήρωας της ταινίας, παρά τις δυσκολίες», μας λέει ο Βασίλης Καΐλας.

Την ίδια χρονιά με τον «Λουστράκο» γυρίστηκε η «Λαφίνα» του Ορέστη Λάσκου, ένα βουκολικό δράμα. Εδώ έκανε τον αδελφό της Μπεάτας Ασημακοπούλου (τον Γιαννιό) που οι συγχωριανοί της την είχαν αναγκάσει να πάρει τα βουνά και να ζητήσει καταφύγιο στους αντάρτες. Μια δύσκολη όμως σκηνή (χωρίς κασκαντέρ) κόντεψε να αποβεί μοιραία: «Οι κάτοικοι του χωριού έπρεπε να με δέσουν πάνω στο άλογο για να εκβιάσουν την Μπεάτα ώστε να παραδοθεί στις Αρχές. Το άλογο όμως τυφλώθηκε από το ρεφλέκτερ (ανακλαστήρας) και άρχισε να καλπάζει ξέφρενα». Ο Τύπος έγραψε ότι «κινδύνευσε το παιδί-θαύμα», ανεβάζοντας τα εισιτήρια.

Ο χρόνος λες και σταμάτησε για τον Καΐλα κάπου εκεί, παρότι μετέπειτα συμμετείχε σε θέατρο, τηλεόραση, μεταγλωττίσεις. Τον χειμώνα του 1967 στο Εθνικό Θέατρο βρέθηκε πλάι σε Παξινού – Μινωτή για τον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ. «Μου έκανε εντύπωση ότι στο καμαρίνι μου είχαν φέρει μια κυρία που με έντυνε και φρόντιζε να μη μου λείψει τίποτε. Επίσης, μου έμεινε η εικόνα της πρόβας στο φουαγιέ με την Παξινού να πλέκει μέχρι να έρθει η ώρα της να βγει και τον Μινωτή να της λέει: «Πώς μπορείς να συγκεντρωθείς, όταν όλη την ώρα πλέκεις;»».

Δεν υπέκυψε στην εποχή της βιντεοκασέτας. «Οχι γιατί ήταν υποδεέστερα, απλώς είχα μάθει αλλιώς. Με φώτα, πρόβες, τράβελινγκ», μας λέει το άλλοτε παιδί-θαύμα που ασχολήθηκε και με τα συνδικαλιστικά των ηθοποιών ως πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος Ακροάματος.

Σήμερα, ο κόσμος αντιδρά στο άκουσμα του ονόματός του: «Πήγα για επισκευή μιας γεννήτριας και μόλις άκουσε το όνομά μου ο άνθρωπος, με ρώτησε αν είμαι ο ηθοποιός. «Μεγάλωσε ο Βασιλάκης και τον έχεις μπροστά σου», του είπα. Πάντως, παρατηρώ μια πανσπερμία… Καΐλα στον πολιτικό κόσμο», συμπληρώνει χαμογελώντας.