Το αριστούργημα του Ερρίκου Ίψεν, «Η Κυρά της Θάλασσας» ανεβαίνει για 2ο χρόνο, στο Tempus Verum|Εν Αθήναις (Ιάκχου 19, Γκάζι, Τηλ. 210 3425170, είσοδος 8-12 ευρώ), από τις 10 Σεπτεμβρίου, για 10 μόνο παραστάσεις.

Τη σκηνοθεσία έχει η Δανάη Σπηλιώτη, η οποία έχει κάνει και τη μετάφραση ενώ πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Στέλλα Βογιατζάκη, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Μυρτώ Πανάγου, Πένυ Παπαγεωργίου, Θανάσης Ζερίτης και Κωνσταντίνος Πλεμμένος.

Η ιστορία τοποθετείται ένα ζεστό καλοκαίρι, σε μια λουτρόπολη. Ένας άντρας ζει με τη γυναίκα και τις δυο του κόρες. Η γυναίκα, όμως, νοσταλγεί μια άλλη ζωή. Τη ζωή στην ανοιχτή θάλασσα, το δυνατό καλοκαιρινό έρωτα που κάποτε αρνήθηκε. Όταν το όνειρο της φυγής, το φάντασμα του ιδανικού έρωτα την επισκέπτεται, αυτή πρέπει να διαλέξει: τον έρωτα ή την ασφαλή πραγματικότητα.

Άνθρωποι υπέροχοι. Γελοίοι και θλιβεροί μαζί. Δεν τους χωράει ο τόπος. Γνώριμες, καθημερινές καταστάσεις και συμπεριφορές για να περάσει η μέρα. Στο στενό κιόσκι του κήπου κάνουν αστεία, μιλούν για τη ζέστη, το φαγητό, πόσο μεγάλωσαν τα παιδιά, τραγουδούν, σκέφτονται το γάμο, πώς θα έπρεπε να ζουν οι άνθρωποι, αποχαιρετούν το καλοκαίρι με λουλούδια και βινύλια. Προσπαθούν ν’ αντέξουν τη ζωή, που πάντα κάτι αφήνει απ’ έξω. Να συνηθίσουν στην ιδέα, ότι πάντα κάτι θα λείπει.

Σ’ αυτόν το διάλογο με το κλασικό κείμενο του Ίψεν, όσο οι ήρωες πλησιάζουν, τα πρόσωπά τους γίνονται ολοένα πιο οικεία. Και η ιστορία τους γίνεται η δική μας. Μα τι μας συγκρατεί και δε φεύγουμε; Τόση δύναμη έχει πια; Ο Ίψεν μας κλείνει το μάτι από το 1888.

Λίγο πριν την πρεμιέρα, η σκηνοθέτιδα Δανάη Σπηλιώτη μιλάει στα «Νέα» για το ιψενικό κείμενο, τις δικές της εμπνεύσεις και την τέχνη που μπορεί να μας σώσει.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Γνώρισα πρώτη φορά το έργο η Κυρά της Θάλασσας, όταν σπούδαζα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας, από μετάφραση- απόδοση του Σπύρου Ευαγγελάτου. Νομίζω, ότι τότε δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Ήμουν 20 χρονών. Πριν περίπου δύο χρόνια ξαναδιάβασα το έργο. Όσο το διάβαζα, δεν καταλάβαινα τι ήταν ακριβώς αυτό που με κρατούσε να μην το εγκαταλείψω. Είχα όμως ένα χαμόγελο αναγνώρισης. Όταν τελείωσα την ανάγνωση, αυτό που έμεινε σαν βασική αίσθηση ήταν, ότι την ιστορία αυτή την έχω δει να παίζεται γύρω μου σήμερα αρκετές φορές. Και τότε ήρθε το ερώτημα πώς γίνεται ένα έργο γραμμένο στα τέλη

του 19ου να θίγει θέματα που αφορούν την οργάνωση της ζωής των ανθρώπων, το γάμο και την οικογένεια και τα ερωτήματα αυτά να αφορούν την πραγματικότητα της χώρας μου σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Έχει σήμερα μια γυναίκα το δικαίωμα να δραπετεύσει; Η μητέρα μου, η γιαγιά μου, γυναίκες που ζουν γύρω μου, εγώ. Βλέπω την ορμή τους και την δύναμή τους γι’ αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν. Και αυτές μικραίνουν τη ζωή τους, τον εαυτό τους να χωρέσει στην συμβατικότητα του μοντέλου της ελληνικής οικίας. Το’ χω δει το έργο γύρω μου και γι’ αυτό ήθελα να μιλήσω. Να κοιτάξω καλά, από κοντά τους χαρακτήρες, να δω την σχέση τους με εμάς. Με τις δικές μας συμπεριφορές, ένα καλοκαίρι κάπου σε ένα εξοχικό, όλη μαζί η οικογένεια, να ψάχνουμε δροσιά, να λέμε κουβέντες του αέρα, να κάνουμε αστεία, και την αίσθηση ότι όλο αυτό είναι προσωρινό και θα γυρίσουν τα πράγματα, θα πάμε εκεί που θα’ πρεπε να είμαστε.

Η κυρά της θάλασσας, αναζητάει διαρκώς την ελευθερία απέναντι σε ό,τι την πνίγει, κι ας είναι και η οικογένειά της. Αυτά τα δύο διαφορετικά συστήματα, μπορούν τελικά να συνυπάρξουν ή είναι αντίθετα μεταξύ τους;

Η παραδοσιακή οικογένεια έχει συγκεκριμένους λίγο πολύ ηθικούς νόμους και ιεραρχίες. Που περνούν στις συμπεριφορές στις σωματικές εκδηλώσεις, στον λόγο, τον τρόπο που εκφραζόμαστε, στον τρόπο που τρώμε. Στην όλη δομή του βίου. Σύγχρονα μοντέλα οικογένειας έρχονται. Είμαστε σε έναν καιρό αλλαγής. Βέβαια, η παραδοσιακή δομή καλά κρατεί και αντιστέκεται σθεναρά. Οικογένεια- φίλοι- εργασία. Έτσι διατέμνεται η ζωή μας. Και ο εαυτός που βρίσκεται; Η εσωτερικότητα; Σε μια εποχή που αναζητά και αισθάνεται ασφάλεια με τους μέσους όρους, τι θέση έχει το απρόβλεπτο, ζωντανό πλάσμα που θα κινηθεί από όρεξη να συναντήσει τον ιδανικό του εαυτό; Ή μήπως πάντα έτσι ήταν; Καμιά φορά λέω, η ζωή είναι μια ιστορία ματαιώσεων. Αυτά που χάνεις, που εκχωρείς είναι για να χωρέσεις στο πλαίσιο, να κάνεις μια αδιάφορη συζήτηση με μια γειτόνισσα για κάτι που καθόλου δε σε ενδιαφέρει, μα είναι τόσο γλυκιά η αίσθηση ότι ανήκεις εκεί, ανήκεις στον μέσο όρο. Το κανονικό. Και οι ήρωες του έργου ασφυκτιούν στους κοινωνικούς τους ρόλους, στις δομές που έτσι τις βρήκαν και έτσι τις άφησαν. Και προσπαθούν εκεί, στα στενά πλαίσια, να χωρέσουν τους μεγάλους τους εαυτούς. Φυσικά και η συμβίωση είναι ένας άλλος χώρος. Ένας χώρος που δημιουργείται από το κομμάτι του εαυτού που ο καθένας καταθέτει στην κοινή ζωή. Ένας κοινός τόπος. Νομίζω, ότι οι νέοι άνθρωποι που δομούν τώρα νέες οικογένειες μπορούν να φέρουν μια αλλαγή. Να φέρουν στα μέτρα τους τις δομές και τους θεσμούς. Η ζωή μας είναι μία και μικρή για να ορίζεται τόσο πολύ από άλλους, προηγούμενους. Είναι χρέος μας να σεβαστούμε τον ειλικρινή μας εαυτό. Να δούμε τον/ την σύντροφο ως ένα ελεύθερο απρόβλεπτο ον, το παιδί μας σαν μια αυτόνομη, ιδιαίτερη ύπαρξη, που αυτό που θέλει είναι μια στήριξη μέχρι την ανεξαρτησία του. Μαζί με αγάπη και πίστη στο παιδί, που ξέρει. Ελπίδα. Και την αίσθηση, ότι είμαστε ένα με τα βουνά, τις πέτρες, τις θάλασσες και τους αέρηδες, το χρώμα του ουρανού, τα ποτάμια. Ανήκουμε σε αυτά. Ανήκουμε στην ποίηση. Την ποίηση που αντίκρισαν οι πρώτοι άνθρωποι και ζωγράφισαν στις σπηλιές. Και αν δεν χωράει τους υπέροχους εαυτούς η δομή, πρέπει να αλλάξει η δομή. Και νομίζω ότι σιγά σιγά αυτό συμβαίνει. Η κατηγορία που θα μπορούσαμε να προσάψουμε στην Ελίντα είναι ότι δεν κατάφερε να δημιουργήσει πραγματικούς δεσμούς με τους ανθρώπους της οικογένειας. Δεσμούς στο εδώ και τώρα. Στα κοινά προβλήματα. Νομίζω ότι γίνεται να ακροβατεί κανείς ανάμεσα στο έρεβος του εαυτού και την πραγματικότητα που δομεί με τους ανθρώπους που έχει επιλέξει. Και έτσι μένει σε κίνηση. Βρίσκονται όλα σε κίνηση και σε εξέλιξη.

Απαντάτε στο τι είναι αυτό που συνήθως μας κρατάει πίσω;

Σκεφτήκαμε πολύ όλη η ομάδα και κουβεντιάσαμε πάνω σε αυτό το ερώτημα. Μα διαρκώς επέστρεφε. Φέραμε ιστορίες οικογενειακές, ιστορίες γνωστών μας. Άνθρωποι που έφυγαν, άνθρωποι που έμειναν. Μιλήσαμε για τη δύναμη της φαντασίωσης και τι συμβαίνει όταν η φαντασίωση γίνεται πραγματικότητα, για τον φόβο του άγνωστου, για τη δύναμη της συνήθειας, για το ον άνθρωπο που δεν απέχει πολύ από την πρωτόγονη φύση του και τα αντανακλαστικά της, τον φόβο του σκοταδιού, της σπηλιάς, το ένστικτο της επιβίωσης, τους δεσμούς με τους ανθρώπους που υφαίνονται χωρίς πάντα να είναι συνειδητοί και το τέλος σε δένουν. Ίσως να’ ναι όλα αυτά μαζί. Ίσως μένουμε από αδυναμία. Ίσως από το αίσθημα ότι η ζωή είναι μεγάλη και θα δώσει κι άλλες ευκαιρίες απόδρασης. Από αναβολή. Σαφή όμως απάντηση δε δώσαμε. Άλλωστε ο θεατής έρχεται να δώσει και τις δικές του σκέψεις και προσωπικές ερμηνείες.

Γιατί δεν φεύγει η Ελίντα; Στο έργο του Ίψεν, στην τελική σκηνή, η Ελίντα ενώ είναι έτοιμη και αποφασισμένη να φύγει με τον Ξένο, τον μεγάλο της έρωτα, ξαφνικά αλλάζει. Όταν αισθάνεται ότι έχει το δικαίωμα να επιλέξει ελεύθερα και με δική της ευθύνη, τότε η ηρωίδα μεταστρέφεται. Αποφασίζει να μείνει και να γίνει συμμέτοχη στην κοινή οικογενειακή ζωή στην οποία μέχρι τότε ήταν θεατής και κομπάρσος. Ο Ίψεν γράφει μια εκδοχή. Αν όμως κοιτάξει κανείς την συμπεριφορά του χαρακτήρα της Ελίντα θα δει ότι η μεταστροφή είναι απότομη, γρήγορη, τα τελευταία λόγια της στομφώδη και με δόση διδακτισμού. Εγείρει υποψίες. Σαν να είναι μια απόφαση εγκεφαλική και όχι βιωμένη συνειδητοποίηση. Ίσως το φινάλε του έργου να υπαγορεύεται από τις κοινωνικές επιταγές του καιρού που γράφτηκε το έργο. Τον καιρό που ο όρος μποβαρισμός έγινε συχνή κατηγορία για γυναίκες που ζητούσαν παραπάνω. Εμείς ακολουθήσαμε την δραματουργική πορεία του έργου και στο δικό μας φινάλε η Ελίντα θα μείνει στη σκηνή. Μα οι λόγοι που την κρατούν είναι ανοιχτοί, εμπεριέχουν τους προβληματισμούς μας. Περιμένουν το βλέμμα του θεατή.

Το δίλημμα έρωτας ή ασφαλής πραγματικότητα, πώς εξελίσσεται επί σκηνής;

Στο έργο η Ελίντα, γυναίκα του γιατρού Βάγκελ ζει σε ένα όμορφο εξοχικό σπίτι σε μία λουτρόπολη στα φιορδ της Νορβηγίας, μαζί με τις δύο έφηβες κόρες του γιατρού. Κάθε μέρα πηγαίνει για μπάνιο. Αναζητά την δροσιά της ανοιχτής θάλασσας. «Τα νερά εδώ είναι άρρωστα. Και μου φαίνεται ότι μας αρρωσταίνουν» θα πει στον παλιό φίλο που έρχεται να την επισκεφτεί. Μεγαλωμένη δίπλα στον μεγάλο ωκεανό νοσταλγεί τις φάλαινες και τα ψαροπούλια, ασφυκτιά στη ζέστη της στεριάς. Ονειρεύεται έναν παλιό έρωτα με έναν ξένο θαλασσινό, και ο όρκος αγάπης που έδωσαν στην ανοιχτή θάλασσα την στοιχειώνει. Αισθάνεται ότι του ήταν άπιστη, ότι τον πρόδωσε όταν παντρεύτηκε τον γιατρό και μαζί με τον έρωτα πρόδωσε και τον εαυτό της. Αυτά ανήκουν στην προϊστορία της ηρωίδας και την καταδιώκουν. Και μια ωραία καλοκαιρινή βραδιά ανάμεσα σε τραγούδια και χορούς ο ξένος θα έρθει να την πάρει. Μακριά στη θάλασσα σε ένα ταξίδι σε άγνωστους τόπους. Την έλκει και την τρομάζει. Ο πόθος. Και αυτή πρέπει να επιλέξει.

Στην παράστασή μας, σε ένα κιόσκι κήπου εξελίσσεται η ιστορία της Ελίντα και μαζί της όλων των ηρώων. Ένα όμορφο κιόσκι που έφτιαξε γι’ αυτήν ο γιατρός. Γεμάτο λουλούδια και κίτρινο φως. Εκεί παίζεται σχεδόν όλη η παράσταση. Η Ελίντα μένει εκεί. Στο όμορφο, χαρωπό κλουβί της. Που όμως είναι γεμάτο από γνώριμες συμπεριφορές και συζητήσεις. Όλα είναι φανερά, γνωστά και η μελαγχολία της παρακολουθείται από τον γιατρό σύζυγο. Αστεία, συζητήσεις περί τέχνης, φαγητού, κουβέντες για τη ζέστη, την πραγματική μας φύση, τα όνειρα, το γάμο. Όλα μέσα στο μικρό όμορφο κιόσκι. Την παράσταση ακολουθεί ένα ηχητικό χαλί από τον υποβρύχιο ήχο της φάλαινας. Είναι μόνιμα εκεί σαν την προϊστορία της ηρωίδας, είναι αυτό που όλοι μας κουβαλάμε, ένα θέλω μεγάλο που δεν πραγματώνεται μα είναι εκεί, αρχαίο, από τότε που ήμασταν παιδιά. Και οι κουβέντες, τα γέλια και τα αστεία το καλύπτουν, το ξεχνάμε, μα βγαίνει στην παύση. Ένας εσωτερικός εαυτός που καλεί, ένα υποσυνείδητο που ζητά δικαίωση. Ο Ξένος έρχεται και φέρνει τη θάλασσα. Μπαίνει στη σκηνή σε ένα εντελώς διαφορετικό αισθητικό περιβάλλον. Μια ποιητική κατάσταση. Από την μία μεριά η ζεστή, κίτρινη, πεζή πραγματικότητα του κιοσκιού και από την άλλη η υγρή, σκοτεινή, ονειρική κατάσταση του έρωτα. Η μάχη της στεριάς και της θάλασσας. Της πεζής πραγματικότητας και της ποίησης, της ασφαλούς πραγματικότητας και του έρωτα.

Βάζει κι άλλα παρόμοια δίπολα ο Ίψεν;

Ο Ίψεν αναφέρει σε ένα σημείωμά του για το έργο: ήμασταν κάποτε ψάρια. Άραγε να έχει επιβιώσει κάτι από την αλλοτινή μας φύση; Από μια φύση έξω από τις σύγχρονες κοινωνικές δομές. Μια φυσική ύπαρξη που κινείται από ένστικτο. Που ξέρει όπως τα ζώα. Που εμπεριέχει τη σοφία του ζώου. Άνθρωπος- ψάρι, πολιτισμός- φύση, στεριά- θάλασσα, γάμος- ελευθερία, πραγματικότητα- όνειρο, υγιής- άρρωστος, επιφάνεια- βάθος, χιούμορ- μελαγχολία, είναι έννοιες που εμφανίζονται, παλεύουν μεταξύ τους και διατρέχουν το έργο μέχρι το φινάλε.

Σε κάποιο σημείο της παράστασης, ο καλλιτέχνης φωνάζει «Η τέχνη θα μας σώσει». Τελικά, αυτό το δύσκολο καλοκαίρι που περνάμε, η τέχνη μπορεί να μας σώσει;

Η τέχνη θα μας σώσει από την βιαιότητα του προδιαγεγραμμένου. Οι ήρωες στο έργο βαδίζουν δρόμους που έχουν χαραχτεί από τις προηγούμενες γενιές. Ο μόνος τρόπος να σωθεί τότε μια νέα γυναίκα ήταν να παντρευτεί και να εξασφαλιστεί οικονομικά.

Η μόνη ευτυχής κατάληξη για έναν άντρα ήταν να αποκτήσει γυναίκα που θα τον φροντίζει, θα τον ανακουφίζει από τις καθημερινές έγνοιες, να φτιάξει σπιτικό που θα τον τοποθετήσει και θα τον δικαιώσει κοινωνικά. Ακόμα και ο καλλιτέχνης στο έργο, ο νεαρός ασθενικός γλύπτης δεν ξεφεύγει από αυτές τις γραμμές. Ίσως κινείται πιο ακραία και ιδιόρρυθμα, παρόλα αυτά μένει εντός πλαισίου. Πιστεύει και λέει φωναχτά ότι η αρρώστια του θα περάσει, θα γιατρευτεί από το βάρος που κουβαλάει στο στήθος, όταν φύγει στο εξωτερικό και καταφέρει να φτιάξει το γλυπτό που τον στοιχειώνει. Να ξορκίσει το στοιχειό. Να το ελευθερώσει. Είναι ο μόνος αισιόδοξος, παρόλο που κανείς δεν πιστεύει ότι θα τα καταφέρει. «Θα πεθάνει. Δεν θα καταφέρει τίποτα με την τέχνη του» λέει για τον γλύπτη η μεγάλη κόρη. Μια από τις πρώτες μας συζητήσεις στην πρόβα ήταν το γιατί κάνουμε θέατρο. Γιατί κάνουμε τέχνη; Γιατί εμείς ενωθήκαμε και ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι, αυτήν την παράσταση. Τι θα καταφέρναμε; Πού θα είχε σημασία; Ένα γκράφιτι κάπου στην Αθήνα γράφει «η τέχνη θα επιβιώσει, ο καλλιτέχνης όχι». Φαίνεται ότι μέσα από τον ρόλο του νεαρού γλύπτη ταξιδεύει στο έργο ο προβληματισμός του ίδιου του Ίψεν για την χρηστικότητα της τέχνης στην πραγματική ζωή. Μπορεί άραγε η τέχνη να κάνει κάτι; Να σώσει κάποιον; Η ιλαρή φιγούρα του καταδικασμένου καλλιτέχνη που ελπίζει, δίνει μια πικρή χροιά στο ερώτημα. Ελπίζει με απόλυτη αισιοδοξία ότι η τέχνη θα τον σώσει. Ίσως εδώ το θέμα δεν είναι η τέχνη, αλλά η ελπίδα. Η πίστη. Οι άνθρωποι σε κάτι πρέπει να πιστεύουν, αλλιώς η ζωή τους είναι αβίωτη, έλεγε ο Τσέχωφ, σύγχρονος του Ίψεν. Στο τι θα πιστέψεις είναι δική σου δουλειά. Η τέχνη σε οδηγεί σε μια περιοχή παιδική, αμόλυντη, σε μια περιοχή όπου το δίκαιο και το άδικο είναι πιο απλά. Σε μια περιοχή που εδρεύει η αγάπη για τον όμορφο, δυνατό, αδύναμο άνθρωπο. Στην ενσυναίσθηση. Όχι, η τέχνη δεν μπορεί να σβήσει φωτιές. Δεν μπορεί να μπει στις φλόγες και να σώσει παιδιά. Δυστυχώς δεν μπορεί. Μπορεί να βοηθήσει όμως πριν και μετά. Μπορεί να σε προετοιμάσει στο τι άνθρωπος θα γίνεις, ποιες θα είναι οι ηθικές σου προτεραιότητες μέχρι το σημείο εκείνο. Και μπορεί έπειτα να σε παρηγορήσει, να σου θυμίσει, να σε κάνει να ξεπεράσεις, ή καλύτερα να μετασχηματίσεις την οργή, τον θυμό, τον πόνο σε επιλογές που αυτές θα έχουν δραστική σημασία. Η τέχνη δε δρα. Ο άνθρωπος δρα. Μα η τέχνη, η επαφή σου με τον πραγματικό εαυτό, η συνειδητοποίηση της μικρότητας και της δύναμης εντός των περιορισμένων ορίων της ζωής, η δύναμη της αλληλεγγύης, της ενσυναίσθησης, αυτό σίγουρα βοηθάει. Κινεί προς έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο. Θα τα καταφέρουμε. Κάτι θα καταφέρουμε. Και ίσως τα καταφέρουν καλύτερα τα παιδιά μας, και τα παιδιά των παιδιών μας.