Η στιγμή που ο Δίας (ή Ποσειδώνας) του Αρτεμισίου – ένα από τα σπανιότερα σωζόμενα χάλκινα και πλέον εμβληματικά έργα των συλλογών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου – θα αναγκαστεί να μετακομίσει ολοένα και πλησιάζει. Μόνο που όταν επιστρέψει στην έδρα του – το μεγαλύτερο και ένα από τα κορυφαία αρχαιολογικά μουσεία του κόσμου μετά την ολοκλήρωση των εργασιών επέκτασης και αναβάθμισής του – δεν θα εγκατασταθεί ξανά στην αίθουσα 15, όπου εκτίθεται σήμερα. Θα αποκτήσει έναν χώρο αποκλειστικά δικό του, πλήρως αντισεισμικό, που θα αναδεικνύει τη σημασία του στην Ιστορία της Τέχνης, καθώς αποτελεί έναν εξαιρετικό μάρτυρα της εποχής που η γλυπτική κατακτά την κίνηση.
Αυτή δεν είναι η μοναδική αλλαγή που θα περιμένει τους επισκέπτες του ΕΑΜ, στη νέα του εποχή. Η νέα αυτή αίθουσα θα βρίσκεται στην ευθεία της εισόδου του υφιστάμενου κτιρίου, εκεί που σήμερα δεσπόζει ο χαριτωμένος Αναβάτης του Αρτεμισίου. Θα τον προϋπαντούν όλοι οι κολοσσικοί, ακίνητοι κούροι – κορυφαία δείγματα της αρχαϊκής γλυπτικής – που θα καταλαμβάνουν πλέον την αίθουσα όπου σήμερα εκτίθενται οι θησαυροί από τις πολύχρυσες Μυκήνες. Και πίσω του, εκεί που σήμερα «χτυπά» η καρδιά του μουσείου, η Αίθουσα του Βωμού, θα αντικατασταθεί από μια ολοκαίνουργια αίθουσα, που θα είναι αφιερωμένη στην κλασική και ελληνιστική τέχνη, καθώς τώρα έχει προβληματική δομή και δεν ανταποκρίνεται στις εκθεσιακές συνθήκες.
Η αίθουσα αυτή θα λειτουργεί ως «γέφυρα» για το Κέντρο Έρευνας που θα βρίσκεται στο πίσω μέρος του μουσείου, με δικές του εισόδους (επί της Μπουμπουλίνας και της Β. Ηρακλείου), ενώ στη νότια γωνία του θα είναι συγκεντρωμένες οι διοικητικές υπηρεσίες.
Η νέα εποχή
Κι αυτές οι «ανατροπές» είναι μερικές μόνο από όσες θα δούμε στη νέα εποχή του ΕΑΜ, όπως αποκάλυψε ο βρετανός αρχιτέκτονας και βραβευμένος τόσο με Στέρλινγκ αλλά και με Πρίτσκερ, Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, ο οποίος και έχει αναλάβει το έργο επέκτασης και αναβάθμισης του ΕΑΜ μαζί με το ελληνικό γραφείο Τομπάζη. Και αποτελούν κομβικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής προμελέτης, η οποία μαζί με τρεις ακόμη εγκρίθηκαν ομόφωνα χθες σε δύο έκτακτες, διαδοχικές συνεδριάσεις των ανώτατων γνωμοδοτικών οργάνων του υπουργείου Πολιτισμού, τα Κεντρικά Συμβούλια Νεωτέρων Μνημείων και Αρχαιολογικό.
«Εχουμε κάνει πολύ σκληρή δουλειά που βασίζεται σε δύο συνιστώσες. Πρώτον, δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στη συλλογή του μουσείου, ώστε να την παρουσιάσουμε με πιο ενδιαφέροντα τρόπο. Και, δεύτερον, να δημιουργήσουμε ένα ενιαίο μουσείο και όχι δύο διακριτά. Είναι ζωτικής σημασίας να εξασφαλίσουμε τη συνέχεια του υπάρχοντος κτιρίου με την επέκταση όπως και τη σύνδεσή τους με τον δημόσιο χώρο και τον αστικό ιστό» τόνισε ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ προς τα μέλη των δύο συμβουλίων.
Το πάρκο
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο πάρκο που θα δημιουργηθεί πάνω από τον χώρο επέκτασης του μουσείου, στο οποίο προβλέπεται να φυτευτούν περί τα 400 δέντρα – μερικά ύψους έως και 14 μ. –, θα αξιοποιηθούν τα υπάρχοντα και θα προστεθούν αρκετοί θάμνοι, με έμφαση στη μεσογειακή χλωρίδα. Η πρόσβαση στο πάρκο, η διαμόρφωση του οποίου έχει επιρροές από το κίνημα του Ρομαντισμού και θα λειτουργεί ως «χρονοκάψουλα», γίνεται από τέσσερα διαφορετικά σημεία και θα διαθέτει ένα μπιστρό και ένα εκπαιδευτικό κιόσκι. Σχεδιάζεται δε με τρόπο που να αποτελεί για τον επισκέπτη μεταβατικό χώρο από τη βοή της πόλης σε ένα ήρεμο περιβάλλον. Βασικό υλικό για τη νέα είσοδο επί της οδού Πατησίων – που σύμφωνα με τη μελέτη θα «τιμήσει» την παραδοσιακή πλευρά του μουσείου –, των διαμορφώσεων στον κήπο και εν γένει στην επέκταση θα είναι συμπυκνωμένο χώμα και τσιμέντο, που θα δίνουν την αίσθηση της στρωματογραφίας που είναι ορατή σε ένα αρχαιολογικό σκάμμα.
Αντισεισμική προστασία, ενίσχυση του φορέα όπου απαιτείται στο υβριδικό όπως χαρακτήρισε ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ το υφιστάμενο κτίριο που μετρά τουλάχιστον τρεις οικοδομικές φάσεις, διασφάλιση της βιωσιμότητας, προσβασιμότητα για όλους, χρήση φωτοβολταϊκών που θα παρέχουν το 10% της ενέργειας που χρειάζεται το μουσείο ετησίως, είναι μερικές μόνο από τις παραμέτρους που καλύπτουν οι μελέτες που συζητήθηκαν. Το υπάρχον μουσείο θα αποκτήσει διευρυμένα υπόγεια, θα αναδειχθούν τα αίθριά του και θα απαλλαγεί από κατασκευές όπως το πρόχειρης κατασκευής σημείο έκθεσης των τοιχογραφιών της Θήρας.
Πότε θα κλείσει
Το μουσείο προγραμματίζεται να κλείσει τις πόρτες του για να περάσει στη νέα εποχή στο τέλος του 2027, ενώ διερευνά πώς θα εξασφαλίσει την παρουσία του στην Αθήνα, πιθανόν στο πρότυπο του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, το οποίο κατά τη διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης είχε οργανώσει μια συμπαγή έκθεση με τα αριστουργήματά του. Οι έμπειροι άνθρωποι του μουσείου μελετούν ήδη το πώς θα απομακρυνθούν οι αρχαιολογικοί θησαυροί που έχει στις αίθουσες και τις αποθήκες του, διαδικασία που εκτιμάται ότι θα διαρκέσει έναν χρόνο.
Εν συνεχεία και για την επόμενη τετραετία – βάσει του ονομαστικού χρόνου – θα γίνουν όλες οι απαιτούμενες εργασίες για την επέκταση και την αναβάθμισή του, ενώ εκτιμάται πως απαιτείται τουλάχιστον ένας χρόνος για να επιστρέψουν οι αρχαιότητες στις νέες τους θέσεις. Καθυστερήσεις, ωστόσο, από αρχαιολογικές έρευνες δεν αναμένεται να γίνουν καθώς από ανασκαφές στην περιοχή δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα υπάρξουν ευρήματα, παρά το γεγονός ότι για τα έργα θα απαιτηθούν εκσκαφές που θα φτάσουν ακόμη και τα 14 μ. βάθος.







