Το 1980, στη Λάρισα, μαζί με μερικούς τζαμπατζήδες, προσπαθούσαμε να εισβάλουμε στον κινηματογράφο όπου σε λίγο θα τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Θεωρούσαμε περίπου υποχρέωση των οργανωτών να μας βάλουν δωρεάν, επειδή περίπου πιστεύαμε ότι χωρίς εμάς, τους ιδεολόγους επαναστάτες, ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν θα υπήρχε – και ζητούσαμε το τζάμπα ως αυτονόητη ανταπόδοση. Επειδή μάλιστα οι διοργανωτές δεν μας έκαναν τη χάρη, εισβάλαμε διά της βίας. Και κερδίσαμε, επειδή κανείς δεν είχε τη διάθεση να συγκρουστεί με καμιά δεκαριά βλαμμένα.

Υστερα όμως, στη συναυλία, ο Σαββόπουλος αναφέρθηκε στην περίπτωσή μας. Δεν μας επαίνεσε για το πάθος μας. Κάθε άλλο. Μας είπε κλεφτοκοτάδες. Εξήγησε ότι η δουλειά που έκανε είχε κόστος, ότι το εισιτήριό μας επέτρεπε στην παραγωγή να πληρώσει αμοιβές όχι μόνο στους τραγουδιστές και στους μουσικούς αλλά και στα άλλα επαγγέλματα που ζούσαν απ’ αυτή τη δουλειά. Γκρινιάξαμε, θυμάμαι. Προσωρινά τον αποκαθηλώσαμε. Αλλά εκ των υστέρων μάς υποχρέωσε να τον αναστηλώσουμε.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που πέθανε χθες στα 81 του, ήταν κάτι σαν ο πατέρας της γενιάς μου και της συνομοταξίας μου – της γενιάς όσων πολιτικοποιήθηκαν με τη μυθολογία της Αριστεράς στη δικτατορία, της συνομοταξίας των αδυνάτων χαρακτήρων που ήθελαν πάντα έναν βάρδο να τους εμπνέει και να τους υποδεικνύει τις επιλογές της ζωής τους. Ο Σαββόπουλος έπαιξε ακριβώς τον ρόλο αυτού του βάρδου. Ενός τρυφερού και μερικές φορές αυστηρού καθοδηγητή, που μας πήρε από το χέρι κι όταν χρειάστηκε μας μάλωσε. Αλλά ποτέ δεν μας απέκοψε από τη σχέση μαζί του, επειδή ήταν ανεκτικός και είχε υπομονή. Ακόμα κι όταν υπήρξε αυστηρός και κριτικός.

Οπως το 1989 – όταν απηυδισμένος κι αυτός στον απόηχο του σκανδάλου Κοσκωτά και του αυριανισμού, έκανε μια δήλωση που του κόστισε: κουρεύτηκε και έκανε έναν δίσκο, «Το κούρεμα», στον οποίο μιλούσε για τους «Κωλοέλληνες»: «Μια φάουσα καταπίνει τον αέρα / τη θάλασσα, την πόλη, το ιερό, / πλημμύρισε σκουλήκια η μητέρα, ναι, / το ρόδο καταγής βγάζει καπνό, ναι /  Δεν υπάρχει ελπίς, στην Ελλάδα ζεις». Επέκρινε την Αριστερά (η οποία «ήτανε πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία / και ξαφνικά μας παρεδόθη, αληθινά τι τραγωδία») και, γενικώς, αντιμετώπισε με αυστηρότητα «τον λαό». Και ο λαός, μαζί με τους εκπροσώπους του στο όνομα του λαού, του ανταπέδωσαν, αποκλείοντάς τον από το προσκήνιο.

Αλλ’ ο Σαββόπουλος δεν μάσαγε. Ξαναβρήκε τον δρόμο για να συνεχίσει να μας μιλάει, χωρίς συμβιβασμούς κι υποχωρήσεις. Εγραψε κι άλλα τραγούδια, έκανε κι άλλες συναυλίες, κέρδισε όλο και μεγαλύτερη αγάπη, ανυποχώρητος από την οξυδέρκεια που τον διέκρινε, ποιητικός και πάντα μαχητικός, όπως αρμόζει στους μεγάλους καλλιτέχνες που γίνονται η συνείδηση της πόλης τους. Η συνείδηση των πολιτών που είναι άγρυπνοι και εναργείς, που η λυρική διάθεσή τους και η μελαγχολία τους δεν σημαίνει υποχώρηση απέναντι στις ευκολίες μιας επιδερμικής στράτευσης.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν ένα πρόσωπο που μας συγκίνησε, συνεχίζει να μας συγκινεί και θα μας συγκινεί μέχρι να πεθάνουμε. Δεν χρησιμοποίησε όμως τη συγκίνηση που μας μετέδιδε για να μας χειραγωγεί. Το αντίθετο. Μας έμαθε την ελευθερία, μια «ελευθερία ζόρικια»: πλούτισε τη γλώσσα μας και τις ζωές μας με νόημα. Σε μια εποχή ισοπέδωσης, ο Διονύσης Σαββόπουλος μας άνοιγε τα μάτια. Ηξερε πάντα, μπορεί διαισθητικά, να προστατεύει το κοινό του από τις ευκολίες. Και τις φτήνιες.

Τι είναι ο Σαββόπουλος

Τι είναι ο Σαββόπουλος; Πολλά. Ηταν ένας θίασος ποικιλιών μόνος του. Το τσίρκο. Το οτοστόπ της χίπικης ονείρωξης. Η άνοιξη. Η Συννεφούλα. Η πολιτικοποίηση. Ο λυρισμός. Η αγωνία να υπάρξει. Η αγωνία να ανακαλύψει την ταυτότητά του. Το ροκ. Τα Βαλκάνια. Η Ελλάδα – «ψωροκωσταινίτσα» ή και γενναιόδωρη. Η εξέγερση. Το ροκ. Ο Μπομπ Ντίλαν. Η ΕΦΕΕ. Η αντίσταση στη χούντα. Η αντίσταση στο κόμμα που «με τραβάει απ’ το μανίκι». Οι φίλοι του. Η Ασπα. Η Αριστερά. Η κριτική ματιά στην Αριστερά. Το καλοκαίρι. Το Πήλιο. Τα τρένα. Η κιθάρα του.

Η φλογέρα του. Η Θεσσαλονίκη, πρωτίστως η Θεσσαλονίκη – Διοικητηρίου, Μπιζανίου κι Αναλήψεως Αγίας Τριάδος κι 25ης Μαρτίου. Το Μπεχτσινάρι. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (που του είχε πει: «Η Αθήνα είναι γάτα και θα σε κατουρήσει»), ο Γιώργος Κάτος, ο Γιώργος Βαφόπουλος. Ο Χατζιδάκις. Ο Λάκης Παπαστάθης. Το τηλεοπτικό Παρασκήνιο. Ο Τσιτσάνης. Η Αθήνα. Το Ιπποκράτειο. Η δημοσιογράφος Σούλα Αλεξανδροπούλου. Ο εκδότης Μίμης Δεσποτίδης. Ο Αλέκος Πατσιφάς. Οι αδελφοί Φαληρέα. Η Λύρα. Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος. Ο μοντερνισμός. Η ελληνική γλώσσα. Τα γράμματα. Οι εφημερίδες.

Και πρωτίστως, το υψηλό αίσθημα της ποίησης, η προσωπική ποιητική του, ο καταλυτικός λόγος του, η κριτική του κι η αγάπη του για τον τόπο και την κουλτούρα του. Ενα επιδραστικό κομμάτι όλων μας.