Το Ισραήλ απειλούσε εδώ και τριάντα χρόνια με καταστροφή το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Γιατί η επίθεση έγινε τώρα; Τρεις παράγοντες λειτούργησαν σωρευτικά για να ανοίξουν ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για το Ισραήλ:
Πρώτον, το Ιράν έχει φθάσει πολύ κοντά στην παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου, αρκετού για την κατασκευή μικρού αριθμού πυρηνικών κεφαλών. Αυτό σημαίνει ότι η Τεχεράνη θα αποκτούσε την τεχνολογική δυνατότητα πυρηνικοποίησης σε περίπτωση που το αποφάσιζε. Από τη σκοπιά του Ισραήλ το Ιράν έμπαινε σε μια «ζώνη ανοσίας» (zone of immunity) που το πυρηνικό του πρόγραμμα θα ήταν πλέον μη αναστρέψιμο. Αυτό για το Ισραήλ συνιστούσε υπαρξιακή απειλή και συνεπώς ήθελε να παρεμποδίσει την περαιτέρω ανάπτυξη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος στα πλαίσια της στρατηγικής «μηδενικού ρίσκου» που έχει υιοθετήσει.
Δεύτερον, η γεωπολιτική συγκυρία ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή για το Ισραήλ. Το Ιράν αποτελεί μέρος ενός ευρασιατικού γεωπολιτικού άξονα μαζί με Ρωσία και Κίνα, πράγμα που αντιστρατεύεται τον δυτικό γεωπολιτικό συνασπισμό. Οι εταίροι του Ιράν όμως αδυνατούσαν να το βοηθήσουν: η Ρωσία είναι βυθισμένη σε έναν πόλεμο φθοράς στην Ουκρανία, ενώ η Κίνα δεν έχει αποκτήσει ακόμη δυνατότητες προβολής ισχύος στη Δυτική Ασία. Αντίθετα, οι ΗΠΑ στηρίζουν με κάθε τρόπο το Ισραήλ, αφού του παρέχουν 1. όλα τα στρατιωτικά μέσα που έχει ανάγκη, 2. αντιαεροπορικό και αντιβαλλιστικό θόλο για απόκρουση των ιρακινών επιθέσεων και 3. πληροφορίες και συντεταγμένες στόχων. Είναι μάλιστα πιθανό να συμμετέχουν και οι ίδιες στον βομβαρδισμό του Ιράν στο άμεσο μέλλον. Για τις ΗΠΑ η αποδυνάμωση του Ιράν αποδυναμώνει τον ευρασιατικό γεωπολιτικό άξονα και έτσι εξηγείται η αμέριστη υποστήριξη στο Ισραήλ.
Τρίτον, το Ιράν είναι αυτό τον καιρό εξαιρετικά αποδυναμωμένο μετά τις πολυετείς δυτικές κυρώσεις. Το δε Ισραήλ τα τελευταία δύο χρόνια έχει αποδεκατίσει όλους τους περιφερειακούς συμμάχους του Ιράν: Χαμάς στη Γάζα, Χεζμπολάχ στον Λίβανο, το καθεστώς Ασαντ στη Συρία και τους Χούθι στην Υεμένη. Ταυτόχρονα αποδυνάμωσε το ίδιο το Ιράν (Οκτώβριος 2024) καταστρέφοντας μεγάλο μέρος της ιρανικής αεράμυνας. Συνεπώς, εκτιμήθηκε από την κυβέρνηση του Ισραήλ ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η ιρανική αποτροπή είχε πλήρως καταρρεύσει και το Ιράν είναι πιο ευάλωτο και εύθραυστο από ποτέ. Ετσι στράφηκε εναντίον του για να το αποτελειώσει.
Είναι εύκολο να ξεκινήσει κανείς ένα πόλεμο, αλλά πρέπει να γνωρίζει πώς θα τον τελειώσει. Ποια είναι λοιπόν η «θεωρία νίκης» του Ισραήλ; Το Ισραήλ είναι δύσκολο να καταστρέψει τελείως το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, ακόμη και εάν εμπλακούν οι ΗΠΑ. Μπορεί όμως να το καθυστερήσει ένα – δύο χρόνια. Αυτό, βέβαια, δεν λύνει, αλλά μεταθέτει το πρόβλημα. Ετσι προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει το καθεστώς της Τεχεράνης για να δημιουργηθούν ευνοϊκότερες συνθήκες καταστροφής του πυρηνικού προγράμματος στο μέλλον.
Πολλοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι το Ισραήλ στοχεύει στην «αλλαγή καθεστώτος» στην Τεχεράνη. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι δύσκολο, γιατί προϋποθέτει την ύπαρξη συγκροτημένης αντιπολίτευσης φιλικής προς τη Δύση. Τέτοια αντιπολίτευση δεν υπάρχει και, εάν καταρρεύσει το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν, το πιθανότερο είναι να αντικατασταθεί από ένα κοσμικό εθνικιστικό καθεστώς που θα προσπαθήσει να συνεχίσει το πυρηνικό πρόγραμμα. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ δεν είναι σε θέση να στείλουν στρατεύματα κατοχής στο Ιράν (μοντέλο Ιράκ στη μετά τον Σαντάμ εποχή) για να επιβάλουν αλλαγή καθεστώτος. Ούτε είναι σε θέση να ενδυναμώσουν μια ένοπλη ομάδα να καταλάβει την εξουσία (το μοντέλο που χρησιμοποίησε η Τουρκία στη Συρία)
Στόχος του Ισραήλ, όπως διακήρυξε ο πρωθυπουργός του, είναι η δημιουργία μιας «νέας τάξης πραγμάτων» στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αυτό προϋποθέτει αποσταθεροποίηση του ιρανικού καθεστώτος και κατάρρευση της κρατικής οντότητας του Ιράν. Πολλοί από τους στόχους που ήδη επιλέγει το Ισραήλ δεν σχετίζονται με το πυρηνικό πρόγραμμα που Ιράν, αλλά με την ικανότητά του να λειτουργεί ως κράτος: ηγεσία, αστυνομία, υδραγωγεία, ενεργειακές, συγκοινωνιακές και τηλεπικοινωνιακές υποδομές, τηλεοπτικούς σταθμούς. Ταυτόχρονα ενθαρρύνονται αποσχιστικές τάσεις εθνικών ομάδων που αποτελούν το 40% του πληθυσμού (Αζέροι, Κούρδοι, Αραβες, Βελούχοι). Το μοντέλο που ακολουθείται σε αυτήν την περίπτωση είναι αυτό της Λιβύης, με στόχο την πρόκληση χάους, όπως έγινε μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι. Αν αυτή η φιλόδοξη στρατηγική επιφέρει τα προσδοκώμενα για το Ισραήλ αποτελέσματα, τότε θα είναι πιθανή η καταστροφή του όποιου πυρηνικού προγράμματος έχει διαφύγει των βομβαρδισμών.
Ενδεχόμενη κατάρρευση του ιρανικού κράτους, που πάντως δεν είναι εύκολη υπόθεση, θα επιφέρει μακροχρόνια στρατηγική αστάθεια και θα αναδιατάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Την επόμενη μέρα μάλιστα ενδέχεται να ξεκινήσει ανταγωνισμός Τουρκίας – Ισραήλ, για το ποιος θα ηγεμονεύσει στην περιοχή.
Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρόεδρος στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων







