Πρέπει να είναι από την πρώτη πρώτη ταινία του «Σούπερμαν»: η κοπέλα πέφτει από το παράθυρο στο κενό, ο Σούπερμαν ορμάει πετώντας να τη σώσει. Την πιάνει σφιχτά στην αγκαλιά του και της λέει με φωνή ηρωική: «Μη φοβάσαι, σε κρατάω». Κι εκείνη έντρομη τον ρωτά: «Ναι, αλλά ποιος κρατάει εσένα;». Υπάρχει πάντα στις ζωές όλων η στιγμή που συνειδητοποιούμε πως κάτι που νομίζαμε πως μας κρατούσε για να μην πέσουμε ήταν τελικά αιωρούμενο στο τίποτα. Πως δηλαδή κάποιες ασφάλειές μας (οι βασικές, όσες πιστεύαμε δυνατές, ακλόνητες κι απόρθητες, τα ύστατά μας καταφύγια) μπορούσαν κι αυτές να πέσουν στο κενό. Και έπεφταν.

Ο,τι μας κρατούσε δεν κρατιέται τελικά από πουθενά, και όλοι μαζί πεταρίζουμε δίχως δίχτυ ασφαλείας. Μια τέτοια στιγμή ήταν για μένα την περασμένη εβδομάδα, όταν είδα τον Ρεπουμπλικανό βουλευτή που εκπροσωπεί το Τενεσί, Τιμ Μπάρκετ, να εξηγεί στον εμβρόντητο δημοσιογράφο του CNN γιατί ψήφισε υπέρ της καθαίρεσης του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν ΜακΚάρθι – γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία 234 ετών αυτού του ιστορικού Σώματος. «Αδελφέ μου», είπε με προφορά που έμοιαζε κινηματογραφική παντομίμα των απλοϊκών αγροτικών hillbillies αλλά δεν ήταν, «η Βίβλος λέει ξεκάθαρα τι πρέπει να κάνεις όταν κάποιος κοροϊδεύει τον Θεό. Εγώ προσεύχομαι, αδελφέ μου, προσεύχομαι για σένα και τα παιδιά σου και όλους. Προσεύχομαι πάντα πριν ψηφίσω και ο Θεός μού λέει τι να κάνω, και μου είπε και τώρα». Να το. Οποιο δίχτυ ασφαλείας νόμιζα ότι με προστάτευε, όποια εικόνα μπορεί να είχα για την ισχυρότερη, σοβαρότερη, ασφαλέστερη δημοκρατία του πλανήτη, εξαφανίστηκε. Ο Μπάρκετ δεν είναι κομπάρσος σε ταινία, είναι εκλεγμένος πολιτικός και εκλεκτός του ενδεχομένως επόμενου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Με τις προσευχές του και τις απαντήσεις που πιστεύει ότι παίρνει μπορεί να καθορίσει τις τύχες μας – και πολύ πιθανόν να το κάνει.

Ο ιστορικός μας χρόνος σαν να πυκνώνει: μια μέρα ξυπνήσαμε με τη λέξη Ουκρανία στα χείλη και σταδιακά καταλάβαμε ότι μαίνεται ένας πόλεμος, μια αδιανόητη αιματηρή εισβολή σε ένα κράτος στην καρδιά της Ευρώπης, που δεν θα κοπάσει ούτε σύντομα ούτε εύκολα ούτε ευχάριστα. Μια άλλη μέρα συνειδητοποιήσαμε ότι «οι μετανάστες» δεν θα σταματήσουν «να έρχονται» και θα καθορίζουν όλο και πιο πολύ, όλο και πιο τρομακτικά, τους πολιτικούς μας ορίζοντες. Μια άλλη μέρα μάθαμε πως σχεδόν όλοι οι Αρμένιοι εγκατέλειψαν τα πατρογονικά τους εδάφη στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, το οποίο καταλήφθηκε από το Αζερμπαϊτζάν με επιχείρηση – εξπρές. Και προχθές αιφνιδιαστήκαμε (μαζί με τη Μοσάντ, την πιο υποψιασμένη, εκτεταμένη και καλά χρηματοδοτούμενη υπηρεσία μυστικών πληροφοριών στη Μέση Ανατολή) με την εισβολή ένοπλων μαχητών της Χαμάς στο Ισραήλ, το οποίο βιώνει, κατά δήλωση ισραηλινού αξιωματούχου, «το Περλ Χάρμπορ και την 11η Σεπτεμβρίου μαζί».

Μα δεν μας είχαν πει ότι τέτοια πράγματα δεν γίνονται πια, τον 21ο αιώνα;

Οχι, κανένας δεν μας το είχε πει. Η αφέλεια ήταν όλη δική μας, όπως είναι πάντα προτού το αδιανόητο χτυπήσει την πόρτα και πάψει να είναι αδιανόητο. Οπως είναι πάντα προτού αναγκαστούμε να δούμε τι γίνεται παραδίπλα μας και λίγο πιο πέρα. Ποτέ δεν υπήρξαν προστάτες, ποτέ δεν υπήρξε δίχτυ ασφαλείας. Ισως η μεταπολεμική γενιά των boomers (η δική μου) πίστεψε ότι ήταν η τυχερή, γεννημένη μετά την απόλυτη φρίκη κάτω από μια ολοκαίνουργη αδιάβροχη ομπρέλα, αλλ’ αυτό φυσικά ήταν για γέλια: αδιάβροχες ομπρέλες δεν υπάρχουν.

Η αίσθηση μιας ασφάλειας είναι από τα πολυτιμότερα προνόμια για έναν άνθρωπο και μια κοινωνία. Είναι αυτό με το οποίο προσπαθούμε να προικίσουμε τα παιδιά μας. Ομως, όπως κάθε άλλο προνόμιο, λειτουργεί και μειονεκτικά: όσο αισθάνεσαι ασφαλής, τόσο δεν θωρακίζεσαι για τους κινδύνους. Σήμερα λοιπόν, για άλλη μία φορά, καλούμαστε να ανοίξουμε τα μάτια και να καταλάβουμε σε ποιον κόσμο ακόμα ζούμε και πόσο πρέπει να στηριχθούμε σε δικές μας δυνάμεις – που αν δεν τις έχουμε, πρέπει να τις χτίσουμε. Οι νεότερες γενιές, φαινομενικά αδιάφορες, μάλλον κάτι έχουν καταλάβει: τον Σούπερμαν τον κρατάει ψηλά μόνο η φαντασία μας.