Την τρίτη ημέρα της πυρκαγιάς στη Σμύρνη, 2 Σεπτεμβρίου 1922, ο αμερικανός επιχειρηματίας Μαρκ Ο. Πρέντις καθοδηγεί ένα τσούρμο ανθρώπων στην προκυμαία. Ο ίδιος έχει ενταχθεί εκείνες τις ημέρες εθελοντικά στην ομάδα των Αμερικανών που ζήτησαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους ξεριζωμένους της πόλης. Κάποια στιγμή, ενώ προσπαθεί να σώσει έναν ναύτη, νιώθει να γλιστράει στο χέρι του ένα αδύναμο χεράκι. «Ηταν τόσο τρυφερό που με έκανε να στραφώ και να αναζητήσω σε ποιον ανήκε» γράφει στη μαρτυρία του, που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 1926 στο περιοδικό του Σικάγου «Pictorial Review» (και συμπεριλαμβάνεται πλέον στην εμπλουτισμένη επανέκδοση της «Εστίας» με τίτλο «Ξεριζώματα»). «Στεκόταν εκεί. Οχι περισσότερο από 10 ή 11 χρόνων, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, άξιο προσοχής… Σε εκείνη την αίσθηση της αιωνιότητας του τρόμου το χαμόγελο του παιδιού αυτού φάνταζε σαν κάτι από τη χαρά της ζωής που με κόπο θα μπορούσα να αναπολήσω εκείνες τις ώρες. Και μου μίλησε. Και μάλιστα Αγγλικά! […] Είπε ότι το όνομά της ήταν Σόφη Σεραφείμ και ότι είχε γεννηθεί στην Αμερική και ότι… η οικογένειά της είχε εγκατασταθεί πριν από έναν χρόνο σε μια μικρή πόλη της Μικράς Ασίας και ότι η μετανάστευση είχε αλλάξει πολλά στη ζωή της».

Από τις ΗΠΑ στη Μικρά Ασία

Ο Πρέντις θυμάται πολλές λεπτομέρειες, αλλά κάνει ένα αμελητέο λάθος. Το επίθετο της μικρής είναι Σεραφειμίδη. Εχει γεννηθεί στη Σμύρνη το 1910 και όντως από δύο έως πέντε ετών ζει στη Νέα Υόρκη, όπου ο έμπορος πατέρας, Γιάγκος Σεραφειμίδης, έχει μεταφέρει τις εργασίες του. Μαζί με τη γυναίκα του, Τέρψη Τριανταφυλλίδη, και την κόρη τους έχουν επιστρέψει στη Μικρά Ασία το 1919 και μετά την Καταστροφή καταφέρνουν όλοι να φτάσουν στην Αθήνα.

Η Σόφη Μεριά – Σεραφειμίδη θα θυμηθεί ξανά τα γεγονότα το 1990, οπότε κυκλοφορεί για πρώτη φορά από τον «Καστανιώτη» η μαρτυρία για όλη τη ζωή της με τίτλο «Ξεριζώματα. Από τόπο σε τόπο…». Πριν φτάσει στο κομβικό γεγονός της Καταστροφής η αυτόπτης μάρτυρας θυμάται μια εντελώς διαφορετική εικόνα, εκείνη της συμβίωσης, στο χωριό Αχμετλί το 1921: «Ζούσαμε Ελληνες και Τούρκοι μονοιασμένοι σε μια πολύ ήσυχη κοινωνία. Ηταν χωριό γραφικό, καταπράσινο, με πολλά τρεχούμενα νερά και εύφορο χώμα… Θυμάμαι πως έρχονταν συχνά γειτόνισσες Τουρκάλες να ζητήσουν κάτι από τη μητέρα μου. Ολες μίλαγαν ελληνικά καλύτερα… από μένα». Εναν χρόνο μετά: «Οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη. Οταν έφτασαν οι φλόγες στο σπίτι του θείου μου, που ήταν στον Αγιο Δημήτρη, στο Φαρδύ Σοκάκι, αποφασίσαμε όλοι να βρούμε καταφύγιο σ’ ένα φιλικό σπίτι που βρισκόταν στην παραλία, στη γειτονιά των Προξενείων… Στο δρόμο γινόταν πανδαιμόνιο. Ο κόσμος, μέσα στο σκοτάδι, δεν περπατούσε, κυλιότανε προς την παραλία, σαν ένα δαιμονισμένο κύμα που το ακολουθούσαν πύρινες γλώσσες φωτιάς. Οποιος έπεφτε δε σηκωνόταν ξανά. Τον ποδοπατούσαν. Ακόμη και μανάδες δεν πρόφταιναν να σηκώσουν τα πεσμένα παιδιά τους».

Δασκάλα στο Κολέγιο

Η οικογένεια Σεραφειμίδη περνάει πρώτα από τη Σάμο και στη συνέχεια καταλήγει στον Πειραιά. Από εκεί θα φτάσουν στο σπίτι της θείας Μαρίας, μεγαλύτερης αδελφής της Τέρψης, στην οδό Αγαθίου 14, μικρή πάροδο της Ιπποκράτους. Η μικρή Σοφία γράφεται στο Αμερικανικό Κολέγιο και αργότερα γίνεται εσωτερική στο Junior College του Παλαιού Φαλήρου. Η επαγγελματική της διαδρομή ξεκινάει από το Ταμιευτήριο της Εθνικής Τράπεζας, απ’ όπου όμως γρήγορα παραιτείται για να προσληφθεί ως δασκάλα Αγγλικών στη Σχολή Αηδονοπούλου, από τα καλύτερα παρθεναγωγεία της Αθήνας. Στον πόλεμο του 1940 πηγαίνει εθελόντρια νοσοκόμα στη Θεσσαλονίκη και φτάνει στον 7ο Υγειονομικό Συρμό στο Αρμενοχώρι Φλώρινας (τρένο, δηλαδή, που είχε διαμορφωθεί σε υποτυπώδη σταθμό περίθαλψης για τους στρατιώτες). Η διδασκαλική της θητεία θα συνεχιστεί όταν το Κολέγιο μεταφέρεται στο Ελληνικό το 1946. «Ηταν χτισμένο κοντά στη θάλασσα, πάνω στην παραλιακή λεωφόρο. Από την πίσω, όμως, μεριά του, που ήταν τα γήπεδα, εκτεινόταν ένας άχτιστος χώρος που έφτανε ως τη λεωφόρο Βουλιαγμένης και πάνω, ως τον Υμηττό. Τώρα εκεί είναι οι διάδρομοι του αεροδρομίου, τότε όμως ήταν ερημιά. Κάποιος, ούτε θυμάμαι ποιος, μας είπε ότι στον Υμηττό κρύβονται ακόμη αντάρτες».

Ο επόμενος σταθμός, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, είναι και ο τελικός στην καριέρα της: η μεταφορά του Κολεγίου στην Αγία Παρασκευή (Pierce College). Θα είναι μάλιστα μία από τις μαθήτριές της, η Λιλή Γιαλέσσα – Λεοντίδη εκείνη που θα επιμεληθεί την απομαγνητοφώνηση της μαρτυρίας της, η οποία αποτυπώνεται στα «Ξεριζώματα». Η Σόφη Μεριά θα φύγει από τη ζωή το 2004, σε ηλικία 94 ετών.