Σημείο συνάντησής μας, το κάστρο – σπίτι – εργαστήριό του, το οποίο ο Γιώργος Χατζημιχάλης ονομάζει «εργαστήριο σχεδίων και εικόνων σε κρίση». Η πιο ισχυρή εντύπωση στο εσωτερικό του είναι η σύνδεση ξύλου και σίδερου που απαρτίζουν τον σκελετό του τριώροφου κτίσματος, με τη μυρωδιά του ξύλου να «καταπίνει» τις άλλες από χρώματα, χαρτιά, συσσωρευμένα αντικείμενα, βιβλία, κουτιά, πακέτα.

Αυτό που έχει δείξει με το εύρος και τον όγκο του έργου του είναι η επίμονη προσήλωσή του στο métier του καλλιτέχνη και στην ιστορία της τέχνης, μελετώντας από βυζαντινούς αγιογράφους, τα σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι, την αμερικανική αφαίρεση, τη χρωματική γεωμετρία του Μόντριαν, ή τις μορφές του Τσαρούχη. Ο Γιώργος Χατζημιχάλης συνδιαλέγεται με τις μεταβολές της τέχνης, υπερβαίνει την αντίθεση ανάμεσα στο παραστατικό και το μη παραστατικό, την ελληνικότητα και τη διεθνή κουλτούρα και ετοιμάζεται να δείξει αρχές φθινοπώρου το σύνολο της δουλειάς του με μία μεγάλη έκθεση:

«Αυτή η έκθεση περιλαμβάνει έργα από το 1966 έως το 2022. Είναι όλη η περιπέτειά μου μέσα στη ζωγραφική. Αποτελείται από δύο μέρη και καταλαμβάνει όλους τους χώρους του Μουσείου Μπενάκη. Επομένως είναι η αφήγηση μιας ζωής, σαν ένα ημερολόγιο. Η έκθεση δεν είναι στημένη χρονολογικά, αλλά κυρίως με βάση τους συσχετισμούς που γίνονται μεταξύ των έργων».

Είναι συναισθηματική;

Τα έργα μου δεν είναι συναισθηματικά. Τα έργα μου είναι εγκεφαλικά. Θα έλεγα ότι συναισθηματικά είναι τα πρώτα μου έργα, αυτά που τα έκανα σε ηλικία 14 και 15 χρονών. Το 1968 πέθανε ο πατέρας μου. Τότε άρχισα να ζωγραφίζω με έναν εξπρεσιονιστικό τρόπο, επηρεασμένος από τον Γκόγια, τον Σουτίν, τον Κοκόσκα. Οταν πήγα στο Λονδίνο και άρχισα να σπουδάζω πολλά πράγματα άλλαξαν. Σε αυτό συνέβαλε και η πολιτικοποίηση.

Το Λονδίνο πώς συμπεριφέρθηκε στην πορεία της τέχνης σας;

Μην ξεχνάς ότι είχαμε τότε δικτατορία στην Ελλάδα, οπότε το Λονδίνο ήταν ένας ελεύθερος κόσμος. Οταν πρωτοπήγα εντυπωσιάστηκα από δύο πράγματα: από το σύνθημα «Eric Clapton is God» στους τοίχους και από την αφισοκόλληση που είχε κάνει το Victoria and Albert Museum με την ευκαιρία της έκθεσης για τα 100 χρόνια από την εφεύρεση της φωτογραφίας, το 1871, που έλεγε «From today painting is dead».

Το ροκ είχε σκοτώσει τη ζωγραφική, ας πούμε, εκείνη την εποχή.

Δεν θα το έλεγα, επειδή ένα κομμάτι της ροκ μουσικής συνδυαζόταν με την ποπ αρτ.

Τώρα τι κάνει η ζωγραφική που έχει ξεφύγει από θανάτους, αναστήθηκε, ζει ίσως σε ένα ψηφιακό περιβάλλον;

Το απλούστερο που μπορώ να πω είναι ότι η ζωγραφική είναι ένα από τα πολλά μέσα τα οποία υπάρχουν. Πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες ακόμα κάνουν ζωγραφική. Αλλά και πολλοί που είναι νεότεροι από εμένα. Το πρόβλημα είναι τι ζωγραφική κάνουν, εάν έχει ενδιαφέρον αυτό το πράγμα που κάνουν. Συνήθως δεν έχει. Ισως άλλα πράγματα έχουν περισσότερο ενδιαφέρον.

Πολλοί καλλιτέχνες κάνοντας ζωγραφική πέραν του ότι θέλουν και αισθάνονται ότι μόνο αυτό μπορούν να κάνουν και όχι κάτι άλλο, το οποίο είναι εντελώς παραδεκτό, κάνουν αρκετά σοβαρά και καλά πράγματα. Αλλά δεν είναι στο επίκεντρο της συζήτησης τα τελευταία χρόνια. Φυσικά και ένας ζωγράφος όπως ο Γκέρχαρτ Ρίχτερ είναι στο επίκεντρο. Οπως είναι και ο Γουίλιαμ Κέντριτζ που ανήκει στη δική μου γενιά, ο οποίος χρησιμοποιώντας το σχέδιο και τη ζωγραφική κάνει αριστουργήματα. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, δογματισμός. Η ζωγραφική και το σχέδιο είναι ένα μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσεις για να κάνεις αριστουργήματα, αλλά και για να κάνεις κακά έργα. Οπως και όλα τα άλλα μέσα που χρησιμοποιεί η τέχνη.

Ανάμεσα στο σχέδιο και τη ζωγραφική πώς θα τοποθετούσατε εσάς τον ίδιο;

Για μένα το σχέδιο δεν είναι το πρωταρχικό. Κυρίως είναι η ζωγραφική. Αρχίζω με σχέδιο, αλλά το έργο εν τέλει σχεδιάζεται με τον χρόνο.

Χρώμα ή το αποφεύγετε;

Δεν το αποφεύγω καθόλου. Εκεί όπου πρέπει μπαίνει χρώμα.

Ποιος ορίζει το «πρέπει» για να μπει χρώμα στο έργο;

Η ιδέα που έχω. Ολα μου τα έργα αρχίζουν από μια ιδέα. Αυτή την ιδέα την επεξεργάζομαι για πάρα πολύ καιρό, ίσως και για χρόνια. Κάνω ένα είδος ρεπεράζ για την ιδέα αυτή. Και σιγά σιγά αυτή κόβεται, κόβεται. Τελικά η ιδέα μένει στον πυρήνα του έργου, αλλά πλέον είναι πολύ ξεκάθαρο αυτό το οποίο θέλω να δείξω. Βασικά το έργο είναι η ιδέα και το πώς την πραγματοποιείς.

Η πολιτικοποίηση σας καθόρισε στη διάρκεια του έργου σας;

Για ένα διάστημα, κατά την εφηβεία μου και λίγο μετά. Είναι πολύ σημαντικά τα χρόνια αυτά για τη διαμόρφωσή μας. Η γενιά μου με έναν τρόπο ήταν υποχρεωμένη να πολιτικοποιηθεί λόγω της δικτατορίας. Η δικτατορία έπαιξε τεράστιο αρνητικό ρόλο στην ελληνική κοινωνία.

Πιστεύετε ότι έχει τελειώσει η πολιτικοποιημένη στάση του καλλιτέχνη;

Είναι άλλη κοινωνία η τότε, άλλη η σημερινή. Η Αριστερά τότε είχε πραγματικό λόγο. Είχε λόγο δημιουργικό, ο οποίος μπορούσε να εμπνεύσει για το μεγάλο εγχείρημα μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δημιουργικά. Και οι αναγνώσεις και οι εμπειρίες. Η Αριστερά σήμερα πάρα πολύ δύσκολα διαμορφώνει έναν λόγο απελευθερωτικό. Και εκεί όπου υπάρχει ο λόγος αυτός είναι από μια Αριστερά η οποία δεν συζητάει τα καυτά και καθημερινά πολιτικά ζητήματα, αλλά συζητάει κυρίως φιλοσοφικά ζητήματα της αριστερής παράδοσης. Να προσθέσω και αυτό. Μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967 στις μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις ακούστηκε από τον χώρο της Αριστεράς το απίστευτο σύνθημα «Θάνατος στους Εβραίους». Σε αυτό το σύνθημα αντέδρασε ο Ζαν Αμερί. Εγώ ήμουν αριστερός. Ταυτόχρονα, επειδή ο σύζυγος της αδελφής της μητέρας μου, ο Βιτάλ Αντζελ ήταν Εβραίος, είχα από πολύ μικρός τη γνώση του μεγάλου εγκλήματος του Ολοκαυτώματος. Αυτό το αίσθημα είχε διαμορφώσει μέσα μου ένα μεγάλο αίτημα δικαιοσύνης. Αλλά και ένα μεγάλο αίτημα να μπορέσει ο άνθρωπος να απελευθερωθεί από θρησκείες, από ιδέες που νομίζει ότι είναι οι σωστές, ή από τρόπους ζωής που θεωρούνται σωστοί, αλλά είναι βαριά ιδεολογικοί. Ποια είναι η θέση μου, λοιπόν; Πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να σκεφτόμαστε χωρίς ρετσέτες, χωρίς συνταγές.

Αφού απελευθερωθήκατε από την ανάγκη να είστε πολιτικοποιημένος γίνατε πιο εγκεφαλικός στην τέχνη σας;

Κατ’ αρχάς εξακολουθούν να υπάρχουν πολιτικά προβλήματα. Οπως είναι το Μεταναστευτικό, που προκύπτει είτε λόγω των πολέμων είτε λόγω της αλλαγής του κλίματος, το οποίο δεν το συζητάμε συχνά: αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό πρόβλημα. Μεγάλο πρόβλημα όμως μπορεί να γίνει και η τεχνητή νοημοσύνη. Υπάρχει και ένα άλλο, συναφές με το Μεταναστευτικό, πρόβλημα, το οποίο είναι η διαφορά μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών. Επίσης, και το ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό των ανθρώπων κατέχει ένα τεράστιο κομμάτι του πλούτου. Και αυτό, αυτή η κατανομή, δεν μπορεί να αλλάξει, όπως έχουν τα πράγματα. Αρα η λειτουργία του καπιταλισμού είναι προβληματική, επειδή καθιερώνει, χωρίς περιθώρια αλλαγής, τεράστιες ανισότητες.

Θα έλεγα ότι είναι μια έξαρση της απληστίας, αυτό που συμβαίνει.

Αυτά τα πολιτικά προβλήματα είναι καίρια. Δυστυχώς, η Αριστερά απλώς τα αναφέρει, αλλά δεν έχει ιδέες για το πώς μπορούν να τα αντιμετωπίσουν οι κοινωνίες.

Το δικό σας έργο πως αφορά το παρόν;

Η πολιτική τέχνη που ενέπνευσε η ρώσικη επανάσταση είναι η ρώσικη πρωτοπορία. Είναι μια πολιτική τέχνη η οποία συμμετέχει σε ένα πολύ αισιόδοξο όραμα. Και οι αυθαιρεσίες τις οποίες κάνει, που σχετίζονται με την εποχή του μοντερνισμού, είναι αυθαιρεσίες μεγάλης ονειρικής και αισιόδοξης προοπτικής για την κοινωνία στην οποία ζούσαν. Αυτό είναι ένα κομμάτι μιας πολιτικής τέχνης. Τι κάνουμε σήμερα; Ως καλλιτέχνης, έχω την εντύπωση ότι σε δύσκολους καιρούς μπορείς να χρησιμοποιήσεις τεχνικές, δηλαδή να φτιάξεις αφίσες, να φτιάξεις προκηρύξεις, να κάνεις έναν ακτιβισμό τέτοιο που να εμπεριέχεται σε μια πολιτική πράξη εναντίον ενός καθεστώτος, μιας αδικίας, ή υπέρ της ανάδειξης προβλημάτων. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο είναι τι κάνεις σε μια εποχή όπως σημερινή, στην οποία όλα τα έργα που συζητιούνται ως σύγχρονα χαρακτηρίζονται ως πολιτικά. Είναι όντως; Πώς θα κάνουμε ένα πολιτικό έργο; Εγώ δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να γίνει. Δηλαδή ένα έργο το οποίο εκτίθεται σε ένα μουσείο και το οποίο δεν είναι μέρος ενός μεγάλου κινήματος για να φέρει μια αισιοδοξία, για μένα δεν έχει νόημα. Νόημα έχουν οι πέτρες στον δρόμο. Δηλαδή να κάνεις έναν ακτιβισμό. Το να είσαι στο εργαστήριό σου και να κάνεις ένα βίντεο το οποίο θα το δεις στο μουσείο ή στην Tate Gallery, εντάξει, αυτό είναι ένα έργο, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τον δρόμο, δεν είναι πολιτικό.

Προσωπικά πιστεύω ότι το πιο πολιτικό έργο το οποίο μπορεί να γίνει σήμερα είναι ένα έργο που είναι πάρα πολύ ειλικρινές από τον καλλιτέχνη σε σχέση με τον εαυτό του. Δηλαδή ένα έργο το οποίο δεν γίνεται για να κοιτάζει αριστερά – δεξιά, μπρος – πίσω, πάνω – κάτω, με μόνο στόχο πώς και πού μπορεί να πλασαριστεί. Αυτό θα ήταν ένα ακαδημαϊκό έργο, όπως τόσο πολλά από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα. Ενα πολιτικό έργο πρέπει να είναι ένα έργο στο μοναστήρι του, στον χώρο του, στην καρδιά του και στη σκέψη του. Αυτό έχει μία τιμιότητα έναντι των πραγμάτων που σκέφτεται το ίδιο το έργο. Το πώς θα τα κοινοποιήσει αυτά είναι μια σαφής πολιτική πράξη, γιατί ένα έργο όταν βγαίνει από το ατελιέ, όταν φεύγει από το μοναστήρι, γίνεται ενήλικο, δεν ανήκει πια στον καλλιτέχνη αλλά στην κοινωνία. Ενώ πριν φύγει από το εργαστήρι θα μπορούσες να το αλλάζεις, να το διορθώνεις, να το κάνεις όλη σου τη ζωή, όπως το άγνωστο αριστούργημα. Το σημείο τομής είναι ακριβώς αυτή η στιγμή, όταν το έργο βγαίνει από το εργαστήριο. Τότε, λοιπόν, συντελείται η πολιτική πράξη που είναι κατ’ εξοχήν αντιακαδημαϊκή.