Πριν από πέντε χρόνια η καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι σκότωσε 104 ανθρώπους και άλλαξε για πάντα την πολιτική προστασία στη χώρα μας.

Θυμάμαι το τραγικό απόγευμα και το βράδυ, την αγωνία και την απεγνωσμένη ελπίδα όλων μας να μην υπάρχουν θύματα. Το επόμενο πρωί ήταν προφανές, τουλάχιστον σε όσους επιστήμονες είχαν πείρα σε ασκήσεις πολιτικής προστασίας, ότι δεν είχε δοθεί εντολή εκκένωσης, και ότι αν είχε δοθεί θα είχαν σωθεί ζωές. Λίγες μέρες αργότερα, και ενώ ακόμη πέθαιναν εγκαυματίες σε νοσοκομεία, επίσημα χείλη σε βαρύγδουπες ανακοινώσεις και press conference έλεγαν ότι τίποτε δεν θα μπορούσαν να είχαν κάνει διαφορετικά και ότι το Μάτι θα χρειαζόταν μία μέρα να εκκενωθεί.

Αυτό ήταν καινοφανές. Πώς ήταν δυνατόν οι οποιοιδήποτε χωρίς εμπειρία σε εκκενώσεις να βγάζουν πρώιμα συμπεράσματα, που όχι μόνο prima facie ήταν λανθασμένα, αλλά ενείχαν τον κίνδυνο να προξενήσουν μελλοντικές εκατόμβες, αν επικρατούσε η άποψη ότι οι εκκενώσεις σε σχετικά μικρές περιοχές χρειαζόντουσαν πολλές ώρες αντί για δεκάδες λεπτά, όπως ήταν η εμπειρία μου από ασκήσεις στην Καλιφόρνια, και παρόμοιες καταστάσεις ανά τον κόσμο.

Ετσι ξεκίνησα τη μελέτη για το Μάτι. Μέχρι τότε είχα διευθύνει τουλάχιστον τριάντα έρευνες πεδίου μετά από μεγάλες φυσικές καταστροφές προσπαθώντας να αποτυπώσω τι έγινε και κυρίως να διερευνήσω τις αντιδράσεις ανθρώπων που βρέθηκαν στο χείλος του γκρεμού και να αναζητήσω τους παράγοντες που οδηγούν μερικούς να σώζονται και άλλους όχι.

Με πέντε έλληνες μεταπτυχιακούς φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας και το Πολυτεχνείο Κρήτης μαζέψαμε περίπου 1.000 ερωτηματολόγια από αυτόπτες μάρτυρες στο Μάτι και τον Νέο Βουτζά. Προσωπικά μίλησα με δεκάδες ανθρώπους που είχαν γλιτώσει την τελευταία στιγμή. Αρχίσαμε να βλέπουμε συσχετισμούς στις περιγραφές, αλλά μας χρειαζόντουσαν ποσοτικά στοιχεία για αξιόπιστα συμπεράσματα.

Ενας συνεργάτης μου στο Joint Research Center – το μεγαλύτερο ερευνητικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (κάτι αντίστοιχο με ένα τεράστιο ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος) – άρχισε να φτιάχνει το μοντέλο εξάπλωσης της πυρκαγιάς, το οποίο είχαμε ήδη χρησιμοποιήσει σε ασκήσεις πολιτικής προστασίας στην Ελλάδα. Στόχος να διερευνήσουμε αν η χρήση πυροσβεστικών αεροσκαφών θα είχε επιβραδύνει την πυρκαγιά και να εξετάσουμε σενάρια διάδοσης της συγκεκριμένης πυρκαγιάς με ή χωρίς εναέρια μέσα πυρόσβεσης. Αυτό χρειαζόταν σχετικά λεπτομερή αποτύπωση της βλάστησης, που έκαναν οι συνεργάτες μου του Πολυτεχνείου.

Γνώριζα ότι ερευνητικές ομάδες στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ είχαν αναπτύξει υπολογιστικά μοντέλα εκκένωσης που προσομοίωναν κινήσεις ανθρώπων και μετρούσαν τους χρόνους που χρειάζονταν ώστε να μετακινηθούν από τα σπίτια ή τα γραφεία τους σε ασφαλείς χώρους συγκέντρωσης. Τέτοια μοντέλα μαζί με χάρτες επικινδυνότητας επιτρέπουν να γίνονται υπολογιστικές ασκήσεις εκκένωσης περιοχών.

Ενας ιάπωνας καθηγητής και ένας από τις ΗΠΑ και οι ερευνητικές τους ομάδες δέχθηκαν να παραγάγουν μοντέλα εκκένωσης για το Μάτι. Ηθελα να έχω δύο διαφορετικές προσεγγίσεις, ώστε να ελέγξω την αξιοπιστία τους. Ολοι οι συνεργάτες εργάστηκαν για τρεις μήνες χωρίς καμία χρηματοδότηση, έχοντας κατανοήσει πόσο σημαντική ήταν η εργασία μας για το μέλλον της πολιτικής προστασίας στην Ελλάδα.

Συνδύασα τις παρατηρήσεις των αυτοπτών μαρτύρων, το μοντέλο διάδοσης της πυρκαγιάς και τις προσομοιώσεις εκκένωσης. Μια κάμερα ασφαλείας είχε καταγράψει τον ακριβή χρόνο εκκίνησης της πυρκαγιάς, ενώ μετεωρολόγος είχε βρει τη χρονοσειρά με τις ταχύτητες των επικρατούντων ανέμων το μοιραίο απόγευμα και συνεργάστηκε μαζί μας, ώστε να τροφοδοτούμε το μοντέλο με ρεαλιστικές συνθήκες καιρού κατά την εξάπλωση της πυρκαγιάς. Ετσι η προσομοίωση ξεκίνησε βήμα βήμα, δηλαδή, σε κάθε βήμα μας, το μοντέλο χρησιμοποιούσε τα μετεωρολογικά δεδομένα, έβρισκε την εξέλιξη της πυρκαγιάς, και συγχρόνως τα δύο μοντέλα εκκένωσης «έβλεπαν» που βρισκόντουσαν οι κάτοικοι. Οι περιγραφές των επιζώντων βοηθούσαν να αξιολογούμε τον ρεαλισμό των αλγορίθμων.

Τα αποτελέσματα του ιαπωνικού και του αμερικάνικου μοντέλου ήταν απόλυτα συμβατά. Η απομάκρυνση, πεζή, των κατοίκων της περιοχής προς την ακτή μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί σε χρόνο από 57 έως 83 λεπτά, ξεκινώντας από τον Νέο Βουτζά – η διαφορά του χρόνου αφορά διαφορετικές παραδοχές για ταχύτητες βηματισμού. Από το Μάτι, δηλαδή για τους κατοίκους ανατολικά της Λεωφόρου Μαραθώνος, η εκκένωση προς τη θάλασσα μπορούσε να είχε γίνει σε περίπου 30 λεπτά. Μάλιστα, η εκκένωση των κατοίκων ανατολικά της Μαραθώνος μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί πριν από την άφιξη του κυρίου μετώπου της πυρκαγιάς στη Λεωφόρο Μαραθώνος, αν είχε δοθεί έγκαιρα εντολή απομάκρυνσης των κατοίκων.

Μπορεί οι χρόνοι εκκένωσης, αν δεν έχουν γίνει ασκήσεις, να είναι λίγο διαφορετικοί, αυτό δεν το γνωρίζουμε. Ομως, έχουμε παρατηρήσει ότι άλλοι αντιδρούν πιο αργά, άλλοι πιο γρήγορα, απ’ ό,τι στις ασκήσεις πεδίου της πολιτικής προστασίας που βασίζονται σε προσομοιώσεις εκκένωσης.

Αλλά ας ξεχάσουμε τα υπολογιστικά μοντέλα και τις προσομοιώσεις. Είναι γνωστό στους πυροσβέστες ότι η φωτιά σε παρόμοιες συνθήκες προχωρεί περίπου 5 χλμ./ώρα. Η απόσταση από το σημείο εκδήλωσης της πυρκαγιάς ως τη θάλασσα στο Μάτι είναι 7,5 χλμ. Χρειαζόντουσαν περίπου 90 λεπτά ώστε να φτάσει η πυρκαγιά στη θάλασσα, αφού είχε κάψει το Μάτι και τον Νέο Βουτζά. Οι υπεύθυνοι – κανείς ακόμη δεν γνωρίζει ποιοι/ποιες είναι, τα δικαστήρια θα μας διαφωτίσουν επ’ αυτού – θα έπρεπε να είχαν σκεφτεί ότι εφόσον δεν υπήρχαν διαθέσιμα εναέρια μέσα, θα έπρεπε άμεσα να δώσουν εντολή απομάκρυνσης των κατοίκων της περιοχής. Δυστυχώς δεν το έκαναν και θρηνήσαμε 104 ανθρώπους.

Η ανάλυσή μου έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και απαξίωσης από ορισμένους, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, προσβάλλει τη μνήμη των θυμάτων. Τα μαθηματικά δεν έχουν κομματικές αποχρώσεις, οι νόμοι της φυσικής είναι ίδιοι για όλους. Υπάρχει έστω και ένας με κοινή λογική που να αμφιβάλλει ότι αν υπήρχε εντολή εκκένωσης, εκείνο το μοιραίο απόγευμα, έστω και καθυστερημένα, θα είχαν σωθεί ζωές; Εχω μιλήσει με επιζώντες που έφυγαν προς τη θάλασσα μερικά λεπτά πριν φτάσει το πύρινο μέτωπο στα σπίτια τους: η προειδοποίηση που είχαν ήταν οι παροτρύνσεις γειτόνων τους που έτρεχαν προς την ακτή. Οπως αποδείχθηκε μερικούς μήνες αργότερα στην Καλιφόρνια, ακόμα και μια καθυστερημένη εντολή εκκένωσης σώζει ανθρώπους.

Η μελέτη μας βοήθησε στην αλλαγή του δόγματος της πολιτικής προστασίας στην Ελλάδα. Στην παρουσίασή της τον Σεπτέμβριο του 2018 αναφέρθηκα στην αναγκαιότητα άμεσης υλοποίησης του 112, κάτι που έγινε έξι μήνες μετά από την κυβέρνηση που ανέλαβε τον Ιούλιο του 2019. Ηταν συνεργασία μελών της ομάδας μου, του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και της Πολιτικής Προστασίας. Ηδη από το τέλος του καλοκαιριού του 2020, είχαμε στοχευμένα μηνύματα με εντολές εκκένωσης σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Εκατοντάδες άνθρωποι έχουν σωθεί από τα μηνύματα και τις εκκενώσεις. Αυτό είναι το πιο αρμόζον μνημόσυνο στους 104 αδικοχαμένους συνανθρώπους μας.

Ο καθηγητής Κώστας Συνολάκης είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή