Στον Βασίλη Παπασάικα

Δεν χρειάζονται οι «στρογγυλές» επέτειοι για να θυμηθούμε έναν άνθρωπο που έφυγε, αλλά συνεχίζουμε να τον αγαπάμε, το θεωρήσαμε όμως μια ωραία σύμπτωση η 19η Ιουλίου, ημέρα μετοίκησης του Γιάννη Τσαρούχη, πριν από τριάντα τέσσερα χρόνια, «προς τους ουρανούς που οι δρόμοι του είναι πάντα ανοιχτοί», όπως είχε γράψει ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, να καταχωρίζεται για το σωτήριον έτος 2023 ως Τετάρτη, ημέρα δημοσίευσης, εδώ και δεκαετίες, της επιφυλλίδας μας. Ανεκδοτολογικά ή κριτικά, εκ των πραγμάτων, τα επετειακά κείμενα, δηλώνουμε απερίφραστα την προτίμησή μας για τα πρώτα, τόσο περισσότερο καθώς πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που η συγκροτημένη με έναν χειροποίητο αλλά και αχειροποίητο ταυτόχρονα τρόπο ζωής του, συνιστά ένα θησαυροφυλάκιο από μικρές ιστορίες τόσο πολύτιμες, για όσους συμβαίνει να τις γνωρίζουν ή να τις έχουν μοιραστεί μαζί του, όσο και τα μεγάλων ή μικρών διαστάσεων ζωγραφικά του έργα.

Είχα τη χαρά και την τιμή να μου υπαγορεύσει ένα πλήθος κειμένων του είτε για τη «Λέξη» είτε για οποιοδήποτε άλλο έντυπο ή εφημερίδα, με την καταγραφή να γίνεται μια πραγματική απόλαυση καθώς, παρατηρώντας τον, διαπίστωνες πως για οποιαδήποτε ώρα του εικοσιτετραώρου και αν επρόκειτο – από το ξημέρωμα ως τα βαθιά μεσάνυχτα – ο λόγος του παρέμενε το ίδιο ζωντανός, ευθύβολος και αποφθεγματικός, χωρίς να τον πτοεί ακόμα και η κούραση ή η αρρώστια. Με το ίδιο αίσθημα ευθύνης, την ίδια προσήλωση και σοβαρότητα, ανεξάρτητα αν το κείμενο θα δημοσιευόταν στα «ΝΕΑ» ή σε μια δεκαπενθήμερη επαρχιακή εφημερίδα, ή θα έμπαινε σε ένα συρτάρι και δεν θα το διάβαζε ποτέ κανείς.

Του ήταν αδύνατον να αρνηθεί οτιδήποτε και αν του ζητούσαν, τον στεναχωρούσε αφάνταστα να αισθάνεται πως είχε στεναχωρήσει οποιονδήποτε ζητούσε να έρθει σε επαφή μαζί του και έκρυβε τη μέγιστη αυτή ευγένειά του, σε όσους του την προσήπταν ως ελάττωμα, λέγοντας χαριτολογώντας πως «είμαι ο μεζές που όλοι θέλουν να δοκιμάσουν». Δεν ζητούσε ποτέ να δει ή να ελέγξει ένα κείμενο που είχε υπαγορεύσει καθώς ήταν βέβαιος πως το αίσθημα ευθύνης απέναντί του είχε λειτουργήσει καταλυτικά ακριβώς γιατί δεν το είχε ποτέ απαιτήσει. Ούτε απαιτήσει ούτε απλά ζητήσει ακόμη και όταν υπήρχε το ενδεχόμενο να εκτεθεί ή να ζημιωθεί.

Παραμονές Χριστουγέννων το 1986, έχοντας συνεννοηθεί μαζί του για ένα κείμενο με τις αναμνήσεις του από παλαιότερες γιορτές των Χριστουγέννων, έχω ειδοποιήσει, χωρίς να τον έχω ενημερώσει σχετικά, να έρθει στην Πλουτάρχου 28, στο Μαρούσι (εκεί που βρίσκεται το σημερινό μουσείο), συνεργείο της ΕΡΤ ώστε με την ευκαιρία που θα γράφαμε το κείμενο, να γράψουμε και μια εκπομπή για το ραδιόφωνο με το ίδιο ακριβώς «θέμα». Ο Τσαρούχης, χωρίς ίχνος δυσφορίας, με ένα σχεδόν εύθυμο «εσύ τώρα που βρήκες τον παπά, θα θάψεις πέντε-έξι», όχι μόνο ανταποκρίθηκε σε μια παράκληση που θα μπορούσε να τον έχει αιφνιδιάσει αρνητικά, αλλά χάρισε βιβλία του και στα τέσσερα άτομα του συνεργείου.

Αναλογίζομαι εκ των υστέρων τι επρόκειτο να συμβεί αν στη θέση του Τσαρούχη ήταν για παράδειγμα ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας ή ο Παντελής Πρεβελάκης. Θα είχε κινδυνεύσει όχι μόνο η εκπομπή αλλά και η γραφή του ίδιου του κειμένου παρά τη συνεννόηση που είχε υπάρξει. Συνοδεύοντας μάλιστα την αφιέρωσή του και με ένα σχέδιό του, συνήθως το κεφάλι ενός νεαρού. Τόσο πολύτιμο το σύνολο των κεφαλιών αυτών σήμερα με τα οποία συνήθιζε να συνοδεύει τις αφιερώσεις του καθώς στον σχεδιασμό τους ήταν πλέον ορατά τα σημάδια του πάρκινσον που είχε αρχίσει να τον βασανίζει.