Κατά καιρούς βγαίνουνε από όλα τα κόμματα και δηλώνουν το βαρετό κλισέ: «Ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας». Αλλά σε όλη την πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία δεν ακούσαμε από έναν αρχηγό κόμματος, ούτε από έναν, να λέει δυο λόγια στις ζωντανές ομιλίες του περί αυτού – ίσως για να μη χαρακτηριστεί κουλτουριάρης ή γιατί θεωρούν πως ο χώρος του πολιτισμού είναι κάτι εκ του περισσού, κάτι αριστοκρατικό, παραπανίσιο και δεύτερο στα ενδιαφέροντα του κόσμου ξεχνώντας και τη σχετική ρήση του Οσκαρ Ουάιλντ: «Χωρίς μερικά βασικά μπορώ να ζήσω, αλλά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τα περιττά». (Είχε δίκιο: σκεφτείτε και τον εγκλεισμό της πανδημίας χωρίς ταινίες, χωρίς σειρές, χωρίς μουσική, χωρίς βιβλίο. Κανονική τρέλα).

Ουκ επ’ άρτον μόνον ζήσεται άνθρωπος. Εκτός του άρτου χρειάζεται και η Ars. Αλλά δεν ακούσαμε λέξη για κάποια νέα προγράμματα περί της στήριξης και προβολής του ελληνικού βιβλίου (ίσως ένα νέο, οραματικό ΕΚΕΒΙ;), τίποτε περί συγγραφέων, κανέναν νέο, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και χρήμα για την ενίσχυση και προβολή του ελληνικού κινηματογράφου, για την ελληνική μουσική, τα εικαστικά, τη διάχυση του θεάτρου προς τα έξω ή για άλλες μορφές τέχνης – ούτε καν στις τηλεοπτικές συζητήσεις αναφέρθηκε μια λέξη για όλα αυτά και ποτέ δεν έγινε καν μια σχετική δημόσια ερώτηση στους αρχηγούς των κομμάτων. Ισως υπήρξε ο φόβος να μη θεωρηθεί μια ερώτηση – αφρόλουτρο. Κατά τα άλλα ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας. Τρίχες κατσαρές.

Ακόμα και η αυταρχική Τουρκία ρίχνει πολλά δισ. στην παγκόσμια προβολή του πολιτισμικού της προσώπου, στην ενίσχυση της ιδιοπροσωπίας της, στη συστηματική προσπάθεια πλασαρίσματος των δικών της ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, στην προώθηση της δικής της μουσικής, με ειδικά τηλεοπτικά κανάλια, με δίκτυο επιρροής στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, και με πολλά διεθνή φεστιβάλ σάζι. Οι γείτονες ρίχνουν χρήμα στο σινεμά (έστω και ελεγχόμενο όσον αφορά τη θεματογραφία), ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν βγει ουκ ολίγοι εξαιρετικοί τούρκοι σκηνοθέτες με λαμπρή αποδοχή στο εξωτερικό και με πολλά βραβεία – ο Τσελάν, ο Εμίν Αλπέρ, ο Καπλάνογλου, ο Τους Μπασαράν κ.ά. Πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει προσωπική πρωτοβουλία, αλλά και επίσημο σύστημα, οργάνωση, πολιτική, βλέψεις και πολύ μεγαλύτερη ανταπόδοση μακροπρόθεσμα. Ας μην κοιμόμαστε.

Μην περιμένουμε να καθαρίσει για μας πάλι η Ακρόπολη. Κι ούτε φτάνουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που είναι δίκαιη διεκδίκηση, αλλά έχουν αποτελέσει και πρόσχημα για διάφορες κυβερνήσεις να μην κάνουνε τίποτε συγκροτημένα δημιουργικό για τη σύγχρονη, ζώσα ελληνική τέχνη, για τους σημερινούς δημιουργούς που ανθίζουν κυρίως ως αγριολούλουδα σε βράχο και παλεύουνε μόνοι τους να βρούνε κάποια διαδρομή καταξίωσης στο εξωτερικό και συνακόλουθης προβολής της Ελλάδας – δεν αρκούν οι μεμονωμένες προσπάθειες. Και βέβαια έρχονται εκατομμύρια ξένοι κάθε χρόνο για να δούνε τον Παρθενώνα και το Μουσείο Ακρόπολης, αλλά μέχρι πότε θα μας ταΐζουνε οι πρόγονοι και μέχρι πότε θα λέμε πως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι η χρυσή παρακαταθήκη, αλλά δεν κάνουμε τίποτε συστηματικό, οργανωμένο, στιβαρό για τους σύγχρονους;

Αν ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας, τότε αυτή η βιομηχανία πρέπει να παράγει διαρκώς καινούργια προϊόντα – δεν υπάρχει εργοστάσιο που να ζει μόνο με τη νοσταλγία ή με εκείνα που παρήγε κάποτε, πριν από χιλιάδες χρόνια. Πού είναι τα μεγάλα οραματικά προγράμματα για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, πώς βοηθούνται οι συγγραφείς, οι εκδότες, οι σεναριογράφοι, οι μουσικοί – στην Ευρώπη υπάρχουνε ένα σωρό σταθερά συστήματα ενίσχυσης και προβολής, διάχυσης και αλληλεγγύης. Μην ξεχνούμε πόσοι ιταλοί κινηματογραφιστές βγήκαν μόνο και μόνο επειδή υπήρξε η Τσινετσιτά. Πώς γεννήθηκε η πρώτη γενιά και μετά η έξοχη συνέχεια – ακόμα και σήμερα η διαδοχή συνεχίζεται. Μπορεί, δε, να υπήρξαν ιδιώτες λαμπροί παραγωγοί (Ντίνο ντε Λαουρέντις κ.ά.), αλλά προϋπήρξε η μεγάλη βάση, τα στούντιο, η μήτρα, ο οραματισμός. Και η κορύφωση με τον Ντε Σίκα, τον Φελίνι, τον Παζολίνι και τον Βισκόντι που γέννησαν όλους τους νεότερους – οι περισσότεροι διετέλεσαν βοηθοί ή και απλοί θαυμαστές των παλιότερων. Ενώ εκ του Τίποτε γεννιέται Τίποτε και ίσως, όπως εδώ, σ’ εμάς, μερικοί λαμπροί απάτορες και εκ του μηδενός. Συμβαίνει κι αυτό ως μεμονωμένη, αυτοφυής εκβλάστηση αλλά χωρίς βάση και συνέχεια.

Με τον δέοντα σεβασμό, λοιπόν, απευθύνομαι στον Πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη και στην υπουργό Πολιτισμού κυρία Μενδώνη. Δεν αρκούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Χρειαζόμαστε ένα ενιαίο, μακροπρόθεσμο, σοβαρό, σθεναρό, προορατικό σχέδιο για την ενίσχυση και την προβολή της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας σε όλα τα επίπεδα. Η τέχνη είναι τα δικά μας Rafale, ελληνικής παραγωγής. Το θέμα είναι βαθύτατα εθνικό, ταυτοτικό, υπαρξιακό. Εξίσου σημαντικό (όσο κι αν δεν φαίνεται) με το ΕΣΥ ή με το ζήτημα της εργασίας ή της άμυνας. Ετσι το αντιμετώπιζαν πάντα και στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στις ΗΠΑ και σε όσες χώρες ασκούν ακόμα πολιτιστική επικυριαρχία σε όλο τον κόσμο. Δεν αρκεί το να στέλνουμε κάθε χρόνο ένα ραχιτικό τραγουδάκι στη Eurovision. Και οι Καρυάτιδες γερνούνε, υποφέρουν από αυχενικό (με τόσο βάρος στο κεφάλι) και σε λίγα χρόνια – ο μη γένοιτο – ίσως αρχίσουν να παχαίνουν.