Η αποφυλάκιση του καταδικασμένου παιδόφιλου προπονητή μόνο οργή μπορεί να προκαλεί. Δεν είναι μόνο πως ο εν λόγω δεν έχει επιδείξει κανένα σημάδι μεταμέλειας για τα τόσο βαριά εγκλήματα. Είναι πως και με την ευρεία έννοια του σωφρονισμού, αυτό δεν έχει σε καμία περίπτωση επιτευχθεί. Αλλά και πως, όπως καταγγέλλουν οι δικηγόροι θυμάτων, συνεχίζει προφανώς να είναι πόλος απειλής για την κοινωνία, κάτι για το οποίο ακριβώς προβλέπονται βαριές ποινές και φυλάκιση. Και η συζήτηση πάει προφανώς στη Δικαιοσύνη. Στο γεγονός πως παρότι σε πρώτο και δεύτερο βαθμό έπεσε δίκαιος πέλεκυς κάθειρξης, με την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα το 2019 οι ποινές συγχωνεύονται, ελαφρύνονται και ο προπονητής φτάνει σήμερα να αποφυλακίζεται υπό τη γενικευμένη αποδοκιμασία της κοινωνίας και βέβαια υπό την οργή θυμάτων που έχουν υποστεί πολλαπλή οδύνη.

Η Δικαιοσύνη απαιτεί εκσυγχρονισμό, νομοθετήματα και μέριμνα υπό την πολιτική συναίνεση ώστε οι ποινές να αντιστοιχούν στα αδικήματα αναλογικά και να μην απομειώνονται με αριθμητικά μαγειρέματα αναντίστοιχα των πράξεων και των επιπτώσεων των εγκλημάτων. Στην εν λόγω υπόθεση βέβαια ευτυχώς υπάρχει παρέμβαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για εξέταση εκ νέου του βουλεύματος. Ακόμη κι αν έχουμε αναίρεση της απόφασης για την αποφυλάκιση όμως, δεν μπορεί να επαφίεται κάθε φορά κάτι τέτοιο στον ανώτατο δικαστή και όχι στους βαθμούς της Δικαιοσύνης που προηγούνται. Είναι θέμα εμπιστοσύνης στους θεσμούς, παραδειγματισμού και σωφρονισμού για τους καταδικασθέντες, αποκατάσταση έστω με μερικό τρόπο των θυμάτων. Το οφείλουμε κυρίως στα τελευταία.