Την απόλυτη αδιαφορία των Αρχών και το χάος που ακολούθησε τόσο στο στάδιο της εξέλιξης των φωτιάς όσο και στο στάδιο της πρόληψης περίγραψε η πρώτη μάρτυρας που ανέβηκε στο βήμα της δίκης για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Η αυλαία της αποδεικτικής διαδικασίας ξεκίνησε με την κατάθεση της δικηγόρου Σοφίας Αγγελικής Χαμηλοθώρη, η οποία έχασε τον αδελφό της. Η μάρτυρας επιστρατεύοντας την ψυχραιμία της, παρά την έντονη συναισθηματική της φόρτιση, περιέγραψε στο δικαστήριο όσα η ίδια βίωσε καθώς την ώρα που ξέσπασε η φωτιά έφευγε από το δικηγορικό της γραφείο στον Μαραθώνα για να πάει στο σπίτι της στο Ντράφι. «Διαπίστωσα ότι υπήρχαν έντονοι καπνοί. Δεν φαινόταν κανένα πτητικό ή εναέριο μέσον, προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον σύζυγό μου να ρωτήσω τι γίνεται. Υπήρχε ήδη πρόβλημα στην επικοινωνία. Ο αδελφός μου εργαζόταν στο Μαρούσι. Κάποια στιγμή είπε στην τελευταία επικοινωνία με τον πατέρα μου ότι «έμπλεξα με τη φωτιά»». Στη συνέχεια η μάρτυρας που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον αδελφό της άρχισαν να τη «ζώνουν τα φίδια» και πήγε με τον σύζυγό της στο λιμάνι της Ραφήνας. «Μείναμε πολλές ώρες στο λιμάνι. Οσο περνούσε η ώρα και δεν επικοινωνούσε αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τι έχει συμβεί. Είμαστε στο λιμενικό μαζί με την κυρία Φύτρου (σ.σ. πρόκειται για τη γυναίκα η οποία έχασε στη φωτιά τον σύζυγο και τα δύο της παιδιά) που εκείνη την ώρα πληροφορήθηκε τον θάνατο της κόρης της». Σύμφωνα με όσα είπε η μάρτυρας «ένας έκαστος είχε ευθύνη για όσα έγιναν. Δεν ενημερώθηκαν ποτέ οι άνθρωποι για το πότε πέρασε η φωτιά στη Μαραθώνος. Ο αδελφός μου ίσως να είχε σωθεί. Ποιος ξέρει; Δεν υπήρχε κανένας συντονισμός.

Δεν δόθηκε ούτε εντολή εκκένωσης. Οι δρόμοι στο Μάτι που οδηγούσαν στη θάλασσα δεν είχαν καθαριστεί. Θα μπορούσαν να του είχαν πει να πάει στο λιμάνι αλλά σε όλους έλεγαν να πάνε στο Κόκκινο Λιμανάκι. Αν είχε διαταχθεί εκκένωση θα είχαν φύγει έγκαιρα οι άνθρωποι και δεν θα εγκλωβίζονταν όσοι πήγαιναν προς τα εκεί», είπε η μάρτυρας στο δικαστήριο.