«Υπήρχαν αντικρουόμενες γνώμες για τον καλύτερο τρόπο να φας το ψωμί σου, έτσι ώστε να κορεστεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η πείνα που μας βασάνιζε διαρκώς. Μερικοί υποστήριζαν ότι έπρεπε κανείς να φάει ολόκληρη τη μερίδα του αμέσως, κόβοντας μεγάλες μπουκιές, όσο χωρούσε το στόμα. Αλλοι προτιμούσαν να τρώνε τη μερίδα τους σε όσο το δυνατόν μικρότερες μπουκιές, προκειμένου η διάρκεια του φαγητού να παραταθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Μερικοί έτρωγαν τη μερίδα τους σε δυο ή και περισσότερες δόσεις. Ετρωγαν μια δόση όταν το έπαιρναν, ενώ κράταγαν το υπόλοιπο, διακινδυνεύοντας να τους το κλέψουν, για να το φάνε αργότερα, στο μεγάλο εκείνο χρονικό διάστημα ανάμεσα στις διανομές συσσιτίου. Αλλά κι απ’ αυτούς, άλλοι προτιμούσαν τις μεγάλες κι άλλοι τις μικρές μπουκιές. Εγώ τους δοκίμασα όλους αυτούς τους τρόπους, αλλά δεν βρήκα κανέναν που να προλαβαίνει το αίσθημα της πείνας, που άρχιζε να με βασανίζει πολύ γρήγορα μετά από κάθε «γεύμα»». Στην αφήγηση του Μωσέ Αελιών («Ωδίνες θανάτου», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020, μτφ. Σπύρος Κακουριώτης) για τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης απ’ όπου πέρασε (Αουσβιτς, Μαουτχάουζεν, Μελκ, Εμπενζεε) η μεγάλη εικόνα της θηριωδίας συμβαδίζει με τις ρωγμές του καθημερινού σπαραγμού. Εζησαν τότε, λέει ο αφηγητής, άνθρωποι που μετρούσαν τις μπουκιές τους για να επιβιώσουν. Που περίμεναν να ακούσουν το νούμερό τους μέσα στο οποίο περικλειόταν η ζωή ή ο θάνατος στο κρεματόριο. Που είδαν μπροστά τους την άβυσσο της νύχτας, γραπωμένοι από μια εβραϊκή προσευχή.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ