Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις δύσκολος για την Ευρώπη και τους πολίτες της. Με την επάρκεια στις αποθήκες αερίου στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ενωσης να ξεπερνάει δύσκολα το 70% και τη Ρωσία να μειώνει τις ροές, τείνοντας να τις μηδενίσει πλήρως, η ενεργειακή κρίση θα διαμορφώσει μια νέα κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα στην Ευρώπη.

Ενα πρώτο χαρακτηριστικό της νέας πραγματικότητας θα είναι η περαιτέρω φτωχοποίηση των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων, ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες. Παρά τα μέτρα στήριξης που λαμβάνουν οι εθνικές κυβερνήσεις, είναι αναπόφευκτο ένα σημαντικό μέρος των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας να μετακυληθεί στους καταναλωτές, όπως – ανερυθρίαστα – ομολογεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε πρόσφατη έκθεσή του. Την ίδια στιγμή, ο αυξανόμενος πληθωρισμός θα πλήξει περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα, ενώ οι επιλογές για επιβράδυνση της παραγωγής στη βαριά βιομηχανία θα αυξάνει την ανεργία όσο διαρκούν τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας. Κρίσιμη θα είναι επίσης και η προσαρμογή των ήδη ταλαιπωρημένων από την πανδημία Ευρωπαίων στα νέα μέτρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθώς και η αντίδραση κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες ήδη δοκιμάζονται την τελευταία τριετία.

Δεύτερο χαρακτηριστικό – και ως άμεση απόρροια του πρώτου – θα είναι η ενίσχυση του λαϊκισμού και των πολιτικών του εκφραστών στην Ευρώπη, πράγμα που αποτελεί διαρκή επιδίωξη της Ρωσίας στο πλαίσιο της εργαλειοποίησης της εξάρτησης της Γηραιάς Ηπείρου από το ρωσικό φυσικό αέριο. Εξάλλου, η προσπάθεια πρόκλησης πολιτικής κρίσης με την προώθηση φιλορωσικών κυβερνήσεων ή την προσπάθεια ανατροπής τουλάχιστον όσων έχουν υποστηρίξει σθεναρά τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, με πρόσφατα παραδείγματα αυτά της Ιταλίας και της Φινλανδίας, διαταράσσει την κοινωνική συνοχή και προκαλεί περισσότερη σύγχυση στους ευρωπαϊκούς λαούς.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αμηχανία της Ενωσης ενώπιον της νέας κατάστασης δεν είναι παραγωγική. Πρώτο ζητούμενο, η ενιαία αντιμετώπιση της κρίσης, με κοινές προμήθειες φυσικού αερίου, με δεσμευτικά μεν, δίκαια δε, μέτρα μείωσης της κατανάλωσης και με ευρύτερο κοινό μεσοπρόθεσμο ενεργειακό, ενωσιακό σχεδιασμό. Τα εθνικά μέτρα, όσο δραστικά, δεν μπορούν παρά να είναι προσωρινά και να έχουν στον πυρήνα τους εθνικές προτεραιότητες και ενίοτε τοπικά συμφέροντα, συχνά, δε, αγνοούν την πολυπαραγοντικότητα και τον ξεκάθαρα διεθνή χαρακτήρα της ενεργειακής κρίσης.

Στη χώρα μας, η φιλοσοφία των μέτρων θα πρέπει να μετατοπιστεί περισσότερο προς τις ευπαθείς πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες παραμένουν έκθετες στις αυξήσεις των τιμών, ακόμα και αν αυτές απορροφώνται εν μέρει από την οριζόντια στήριξη που επιχειρείται. Εξάλλου, θα πρέπει να διασφαλιστεί ο μεσοπρόσθεμος δημοσιονομικός χαρακτήρας οποιασδήποτε μείωσης με ορίζοντα τους χειμερινούς μήνες (και τον Μάρτιο), καθώς η μηνιαία προσέγγιση αυξάνει τη λογιστική αβεβαιότητα. Τέλος, είναι απαραίτητη η διασφάλιση της διαρκούς και απρόσκοπτης λειτουργίας σημαντικών τομέων του κράτους. Νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και δημόσιες υπηρεσίες θα πρέπει κατά προτεραιότητα να εξαιρεθούν από μέτρα μείωσης κατανάλωσης.

Ο ερχόμενος χειμώνας στην Ευρώπη μπορεί να αποδειχθεί πρωτόγνωρος λόγω της ενεργειακής κρίσης, θα ενταχθεί ωστόσο στη σειρά δυναμικών γεγονότων υπερεθνικών διαστάσεων που πλήττουν τον κόσμο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και τα οποία λιγότερο ή περισσότερο έχουμε μάθει πλέον να αντιμετωπίζουμε οι Ευρωπαίοι και οι Ελληνες.

Ο Ορέστης Ομράν είναι δικηγόρος, διεθνής οικονομικός αναλυτής