Οταν μιλάμε για τη Γαλλία, δεν μιλάμε μόνο για τη Γαλλία. Κατά παράξενο (αλλά όχι ανεξήγητο...) τρόπο, η χώρα αυτή έχει λειτουργήσει ως εργαστήριο ή δοκιμαστήριο όλων των μεγάλων ρευμάτων της Γηραιάς Ηπείρου.
Της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ανασυγκρότησης. Της αμφισβήτησης του 1968. Της σοσιαλ-φιλελεύθερης μεταρρύθμισης. Της ακροδεξιάς επανεμφάνισης. Της συστημικής νωχέλειας και της αυτάρεσκης νωθρότητας. Του δεξιού και του αριστερού λαϊκισμού.
Οταν λοιπόν μιλάμε για τη Γαλλία, μιλάμε και για την Ευρώπη και για την Ελλάδα.
Ο Μακρόν δεν ήταν εξαίρεση. Η αναπάντεχη εκλογή του το 2017 ήταν η πρώτη απάντηση στο κύμα του λαϊκισμού και της αποδιάρθρωσης.
Εως τότε είχαν επελάσει ο Ορμπαν και ο Τραμπ. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και οι ομόφρονες Ιταλοί ή Ισπανοί. Το Brexit και η προσφυγική κρίση.
Η γαλλική προεδρική εκλογή αποτέλεσε τρόπον τινά τη μάχη του Μάρνη της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Ο Μακρόν την κέρδισε θριαμβευτικά. Και διέλυσε το παραδοσιακό πολιτικό σκηνικό της μεταπολεμικής Γαλλίας.
Γκολικοί, κεντροδεξιοί χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλιστές και κομμουνιστές βγήκαν στη σύνταξη.
Και μετά ήλθαν οι μέλισσες. Διότι ο Μακρόν ως άριστο προϊόν της γαλλικής παιδείας είχε στο μυαλό του περισσότερο ένα σχέδιο και λιγότερο μια μέθοδο.
Το σχέδιο ήταν ένα πραγματικό big bang. Μια μεγάλη παράταξη που θα κάλυπτε όλο τον χώρο του Κέντρου και στο όνομα ενός «προοδευτισμού» θα έβγαζε τη Γαλλία από τους ξεπερασμένους καβγάδες μιας αρτηριοσκληρωτικής Δεξιάς με μια αναχρονιστική Αριστερά.
Το σχέδιο δεν ήταν κακό, το αντίθετο. Κανείς δεν ονειρεύεται μια πολιτική στην οποία αριστεροί τραμπούκοι θα πλακώνονται αενάως με δεξιά φασισταριά.
Αλλά είχε δυο ιδιαιτερότητες. Μια κοινωνική και μια πολιτική.
Η κοινωνική είναι ότι απευθυνόταν στους «εντός των τειχών». Σε ανθρώπους ικανοποιημένους από τη ζωή τους, που ζουν μέσα στα όρια και με τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, υποστηρικτές του νόμου και της τάξης, καταναλωτές και προϊόντα μιας ελεύθερης οικονομίας, κοινωνικά ευαίσθητους και με ανοιχτά μυαλά.
Ηταν ένα σχέδιο καλών ανθρώπων. Οχι απαραιτήτως των ελίτ. Αλλά πάντως εκείνων που δεν έχουν πρόβλημα με τις ελίτ, ακόμη κι όταν δεν αποτελούν μέρος τους.
Μόνο που η κοινωνία έχει και άλλους. Οσους αισθάνονται αδικημένοι, αποκλεισμένοι ή ανικανοποίητοι. Εχει πικραμένους και μνησίκακους, φανατικούς ή συφοριασμένους, όσους τέλος πάντων τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, δυσφορούν κι ούτε έχουν ποτέ ακούσει ποιος είναι ο Πολ Ρικέρ.
Τους πάσχοντες «εκτός των τειχών».
Τόσο στην προεδρική εκλογή, όσο και στις βουλευτικές εκλογές, η «παράταξη Μακρόν» σάρωνε στις δημοσκοπήσεις μεταξύ εκείνων που δηλώνουν «γενικά ικανοποιημένοι με τη ζωή τους». Αλλά όχι στους άλλους.
Σε αυτό το κοινωνικό και ψυχολογικό ρήγμα προστέθηκε ένα πολιτικό δεδομένο.
Απορροφώντας ό,τι πετούσε κι ό,τι κολυμπούσε στο Κέντρο, το «σχέδιο Μακρόν» εξώθησε την έκφραση της δυσαρέσκειας ή της αντίθεσης στα άκρα.
Εκ των πραγμάτων δηλαδή «νομιμοποίησε» στην αντιπολίτευση και τη Λεπέν και τον Μελανσόν αφού δεν υπήρχε άλλη. Και μαζί τους αναδείχθηκε ένα πολιτικό προσωπικό που σε άλλες εποχές της Γαλλικής Δημοκρατίας δεν θα εκλέγονταν ούτε διαχειριστές στην πολυκατοικία τους.
Η εξέλιξη δεν είχε κάτι το απροσδόκητο. Ενα big bang στην πολιτική έχει ενέργειες αλλά και παρενέργειες. Ομορφιές και ασχήμιες. Δεν είναι χριστουγεννιάτικο παραμύθι.
Και ο Μακρόν καλείται εφεξής να υλοποιήσει το σχέδιό του αντιμετωπίζοντας και τις ενέργειες και τις παρενέργειες. Διαθέτει πολλά πλεονεκτήματα με κυριότερο την ανεπάρκεια των αντιπάλων του.
Αυτά για τη Γαλλία. Πάμε στα γενικότερα.
Καταρχήν συγκρατώ πως άλλο συνολικό σχέδιο αντιμετώπισης του λαϊκισμού και της διάλυσης δεν έχει διατυπωθεί έως τώρα στην ευρωπαϊκή πολιτική. Ή τουλάχιστον δεν το έχουμε ακούσει.
Ενδεχομένως κάποιοι θα συνιστούσαν ένα σχέδιο σαν του Μακρόν να εμπλουτιστεί με μια μέθοδο, ίσως περισσότερο συμπεριληπτική και λιγότερο αυτάρεσκη. Ενδεχομένως...
Αλλά μεταξύ μας δεν πιστεύω ότι θα άλλαζε κάτι επί της ουσίας. Ούτως ή άλλως, πάντα το Κέντρο θα είναι το ανάχωμα απέναντι στα άκρα.
Ακόμη και στην πιο «ακραία» εκδοχή του.
Αλλωστε το «ακραίο Κέντρο» είναι κι αυτό μια γαλλική επινόηση - καμία σχέση με το ομώνυμο παραληρηματικό δοκίμιο του Ταρίκ Αλί για την τύφλωση των «λευκών ελίτ» (The Extreme Centre: Awarning, 2015).
Διατυπώθηκε από τον ιστορικό Πιέρ Σερνά για να χαρακτηρίσει αρνητικά έναν τύπο διακυβέρνησης την περίοδο από τον Ναπολέοντα έως τη γαλλική Παλινόρθωση (1799-1820).
Και αναφέρεται σε έναν τύπο πολιτικών δυνάμεων που προσδιορίζονται στο Κέντρο όχι από πεποίθηση αλλά από σκοπιμότητα ή καιροσκοπισμό. Στην ακραία εκδοχή τους αποστρέφονται «ό,τι δεν εντάσσεται σε μια δίκαιη ισορροπία αξιωματικά διακηρυγμένη» (L' ExtremeCentre ou le poison francais, 2005).
Αλλά έχουμε και τα ευτράπελα. Το 2016, ένα άρθρο του «Economist» προκάλεσε την αντίδραση του Opendemocracy.net, το οποίο θεωρούσε ότι «το ακραίο Κέντρο καταρρέει κάτω από τις αντιφάσεις του» (Tommaso Segantini, 18/9/2016).
Ο συγγραφέας έφερνε σε αντίστιξη του «ακραίου Κέντρου» που (κατ' αυτόν) καταρρέει το θετικό παράδειγμα του «μη κεντρώου» αλλά αριστερού Τζέρεμι Κόρμπιν.
Και ειρωνευόταν έναν νεαρό Γάλλο «πρώην υπουργό Οικονομικών» που έφτιαξε ένα «μικρό κεντρώο κόμμα» και του οποίου οι πιθανότητες να εφαρμόσει τις πολιτικές που προκρίνει είναι «πολύ, πολύ χαμηλές, για να το θέσω κατ' ευφημισμό».
Σε όλα μέσα έπεσε ο αφιλότιμος.
Ο «μικρός κεντρώος» με τις «χαμηλές πιθανότητες» κέρδισε έκτοτε δυο προεδρικές εκλογές και κυβερνάει τη Γαλλία.
Το «ακραίο Κέντρο» δεν κατέρρευσε. Και τον Κόρμπιν τον αναζητεί ο Ερυθρός Σταυρός!