Μεγάλωσα σε μια ελληνική επαρχία ως τη χρονιά που, λόγοι σπουδών και μετάθεσης του καθηγητή πατέρα μου, μας έφεραν στην Αθήνα. Η επαρχία μας εκείνη την εποχή και η μικρή σε πληθυσμό πρωτεύουσά της, έως τον Εμφύλιο που διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της από τους χαρακτηρισμένους ως ανταρτόπληκτους, που κατοίκησαν για πολλά χρόνια σε παράγκες στις παρυφές της πόλης, δεν είχε πνευματική ζωή. Δεν είχε δημοτική βιβλιοθήκη, δεν είχε αίθουσα θεάτρου, δεν είχε γκαλερί για εκθέσεις ζωγραφικής, δεν είχε μουσική ζωή, εκτός από την μπάντα του Δήμου που έπαιζε στις παρελάσεις, στις εθνικές εορτές που χόρευαν τα σχολεία τσάμικα στις πλατείες και σε κάποιες κηδείες επωνύμων τοπικών αξιωματούχων. Υπήρχαν, βέβαια, δύο αίθουσες κινηματογράφου και, θα έλεγα με έκπληξη, ενημερωμένες, αφού εκεί πρωτοείδαμε και Ντε Σίκα και Ροσελίνι και Μπολονίνι και Ορσον Ουέλς και Ζεράρ Φιλίπ, βέβαια στα κλεφτά, αφού απαγορευόταν το σινεμά από το σχολείο, που με «απόσπασμα» ιερέα, χωροφύλακα και καθηγητή έμπαινε στις αίθουσες προβολής, συνελάμβανε τους σκαστούς και έπεφτε πενθήμερη αποβολή και διαγωγή κοσμία!

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ